Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εδώ είμαστε. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εδώ είμαστε. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11 Δεκεμβρίου 2013

Οξυγόνο

Το καλοκαίρι δεν έλεγε να μπει με τίποτε. 1η Ιουνίου, συννεφιά και ψιλόβροχο, ζακέτα απαραιτήτως. Σαν να ήθελε το σύμπαν να μείνουμε κολλημένοι στην άνοιξη του 11, αυτή που άλλαξε τον κόσμο μας, όταν και όπως δεν φανταζόμασταν. Εκείνο το πρωινό, μας βρήκε με ένα κάθισμα αυτοκινήτου στρωμένο με λευκό σεντόνι, πικέ κουβέρτα και από πάνω πουά extra small ζιπουνάκι, σκουφί (που τώρα θα έκανε στις κούκλες της), πτι καλτσάκια και βαμβακερό ζακετάκι με τριπλό ρεβέρ στα μανίκια, να περιμένουμε έξω από μια μονάδα που έσκουζε κλάματα. Ήμουν βέβαιη πως επρόκειτο για κάποιο αστείο και πως θα γυρνούσα στο σπίτι με το κάθισμα άδειο, όπως είχα δει να συμβαίνει και σε άλλους γονείς. Μετά τις τόσες ματαιώσεις που έζησα σε διάστημα 50 ημερών ήταν αδύνατο να πειστώ πως η ώρα είχε φτάσει.

Τη βουτήξαμε σχεδόν συνωμοτικά. Άνοιξε τα μάτια της έξω από τη ΜΕΝΝ και τα ξανάκλεισε αμέσως. Βυθίστηκε στο κάθισμα – ανάποδα στο αυτοκίνητο, ανάποδη χαρά κι αυτή – κι εγώ βυθίστηκα να κοιτάζω τα δυόμισι κιλά της. Πρόσωπο κίτρινο και μικροσκοπικό, μα γαλήνιο, γερμένο λοξά κι όλο να σκέφτομαι πόσο αμέτοχη στη ζωή της είχε σταθεί. Τα σημαδεμένα από τις βελόνες χέρια της έξω από την κουβέρτα, σαν παιδί που ήξερε να κοιμάται ανέκαθεν με σκέπασμα κι όχι σαν πρόωρο που πέρασε τις πρώτες ημέρες και νύχτες του με μια πάνα και πολλά καλώδια. Δεν ήθελα να κοιτάξω έξω από το παράθυρο, μα δεν τολμούσα και να την ακουμπήσω. Ήταν η πρώτη φορά που μπορούσα να την κάνω ό,τι ήθελα, αλλά φοβόμουν. Μη μου φύγει η στιγμή, μη διαπράξω κάποιο σφάλμα και μου την πάρουν πίσω. Γαμώτο, χαιρόμουν, αλλά χαιρόμουν κάπως. Μαζί με φόβο. Έτσι θα ήταν η χαρά μου από δω και μπρος.  

Τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά, γιατί χτες έδωσα το πρώτο της κάθισμα αυτοκινήτου, αυτό που περισσότερο μας συνόδευσε σε γιατρούς παρά σε βόλτες με φίλους και χαρούμενα σόγια. Το κάθισμα που πρώτα ήταν του Γιώργου, μετά δικό της και ύστερα της Αντζελίνας, τώρα βρίσκεται καθ’ οδόν για κάποιο άλλο μωρό που το χρειάζεται, αλλά δεν το γνωρίζω. Θα το βρει η Χριστίνα του Give the Kids και θα το παραδώσει πριν ή μετά τις γιορτές, δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι πως τότε χρειαζόμουν αυτό το έξτρα στρωματάκι που χρησιμοποιείται στα καθίσματα αυτοκινήτου για τα πολύ μωρά, γιατί ήταν μικρούλα και βούλιαζε μέσα. Και κάπως έτσι σκέφτηκα ότι μερικά μωρά χρειάζονται ένα «κάτι» παραπάνω από κάποια άλλα. Ρινογαστρικό καθετήρα, λάμπες φωτοθεραπείας, νεφελοποιητή, συσκευή οξυγόνου, μόνιτορ άπνοιας, η μαμά τους θήλαστρο απαραιτήτως… λέω τώρα. Η Χριστίνα Κοπανά (αν δεν ξέρετε το έργο της, ρίξτε μια ματιά στη σελίδα της), μπορεί να βρίσκει διάφορα πράγματα για μωρά και να τα στέλνει εκεί που τα έχουν ανάγκη. Ακόμη και σε κάποιο νησί. Ας πούμε ότι μοιάζει με τον Αϊ-Βασίλη, μέρες που ’ναι. Μήπως να της τα ζητούσαμε;

Στείλτε μου σχετικά αιτήματα, είτε στο ksokou@gmail.com (με τίτλο «Θέλω να μου χαρίσουν»), είτε στη σελίδα του 31ebdomades στο facebook κι εγώ θα τα προωθήσω στο Give the Kids. Φυσικά μπορείτε να τους το ζητήσετε και απευθείας. Αν πάλι θέλετε να χαρίσετε κάτι σχετικό, be her guest. Ορισμένα πράγματα είναι ζωτικής σημασίας για τα μωρά μας. Σαν το οξυγόνο.

17 Νοεμβρίου 2013

12 + 8 ιστορίες μετά

Ήξερα τι πάει να πει. Βρέθηκα να περιμένω έξω από την πόρτα, στάθηκα μπροστά από έναν γκισέ ενημέρωσης, την πρωτοείδα εκεί, στο πρώτο κουτί όπως έμπαινες αριστερά, ακίνητη, χλωμή, με δεκάδες σωληνάκια και μηχανήματα πάνω από το εύθραυστο κορμί της. Είδα να την παίρνουν δύο φορές με το τροχήλατο μίνι φορείο και στάθηκα έξω από το χειρουργείο με καρδιά έξω από μένα. Έμαθα τι πάει να πει πρόωρο στο σπίτι, όταν τα καλά νέα εναλλάσσονταν με τα άσχημα για καιρό μέχρις ότου να νικήσουν τα πρώτα. Ανέβηκα στο roller coaster της προωρότητας και συνεχίζω να είμαι ακόμη εκεί, αφού τα ιατρικά follow up, άρα και η σε-πολύ-μικρότερο-βαθμό αγωνία μου, δεν έχουν σταματήσει, ενώ κάθε φορά που αρπάζει κάποια ίωση, η λογική και η ψυχραιμία με εγκαταλείπουν, ευτυχώς όχι αμαχητί.

Ήξερα ότι βρέθηκαν πολλοί εκεί. Με τις ίδιες αγωνίες, με μεγαλύτερα ή μικρότερα προβλήματα, με καρδιά έξω από αυτούς, πάνω από ένα πλαστικό κουτί, πάνω από μία κούνια, έξω από κάποιο ιατρείο, να κουβαλούν χαρτιά με αποτελέσματα εξετάσεων μαζί με ένα κάθισμα αυτοκινήτου, να κουβαλούν λαχτάρα. Δεν τους γνώριζα όμως. Δεν είχαν φανεί. Και ήθελα πολύ να τους μάθω και μαζί να βοηθήσουμε αυτούς που επιβιβάζονται τώρα στο roller coaster.

Σήμερα, δύο μήνες μετά την έναρξη αυτής της εκστρατείας ευαισθητοποίησης για την προωρότητα και μετά από 12 + 8 δικές σας ιστορίες (διότι περιμένουν και άλλες 8 προς το παρόν να δημοσιευτούν), έμαθα κι άλλα. Έμαθα πως είστε εκεί έξω και δεν διστάζετε να φανείτε, πως θέλετε να μοιραστείτε, πως πονέσατε, πως αλλάξατε πολύ και πως όταν γράφεις για κάτι που βίωσες τόσο έντονα, γράφεις όμορφα. Τις ιστορίες σας δεν τις άλλαξα ούτε στο ελάχιστο. Είναι αυτές που συγκίνησαν και παρακίνησαν κι άλλες μητέρες, μία γιαγιά, ένα πρόωρο παιδί και δύο μπαμπάδες (to be continued) να κάνουν το ίδιο.

Σήμερα το FB γέμισε μοβ κορδέλες, όχι μόνο επειδή είστε περήφανες για τα παιδιά σας, αλλά και επειδή είστε μαζί. Με μια (μικρή) βοήθεια από τους φίλους μου, τους Mικρούς Μεγάλους, το Taλκ, το Mommy και τον ifeelkid, η αρχή έγινε. Σήμερα «γιορτάζουμε» για πρώτη φορά στην Ελλάδα μια αλλιώτικη 17η Νοεμβρίου. Και αφού σήμερα ξέρουμε, αύριο θα διεκδικήσουμε. Και θα προσφέρουμε. Υποστήριξη στους γονείς, ενημέρωση από τους φορείς, καλύτερες συνθήκες, πληροφόρηση και υπηρεσίες από τα νοσηλευτικά ιδρύματα.

Το μπλογκ μου θα συνεχίσει να φιλοξενεί τις ιστορίες σας και τις φωτογραφίες σας, όποτε αποφασίσετε ότι θέλετε να τις μοιραστείτε. Παράλληλα, το ksokou@gmail.com θα περιμένει και τις ιδέες σας σχετικά με το πώς μπορούμε να προσφέρουμε και τι θέλουμε να κάνουμε για να γίνει η εμπειρία της προωρότητας λιγότερο επώδυνη και επικίνδυνη για τα παιδιά και τους γονείς τους. Κάνοντας like στη σελίδα του 31ebdomades στο facebook θα ενημερώνεστε σχετικά, θα μπορείτε να επικοινωνείτε μεταξύ σας και να μου στέλνετε τα μηνύματά σας. Παράλληλα, θα διαβάζετε και τις δικές μου ιστορίες. Γιατί το μπλογκ αυτό θα επιστρέψει στα συναισθήματα που μου χαρίζει η μητρότητα, συχνά ασχέτως προωρότητας, αφού φτιάχτηκε για να μιλήσει κυρίως γι’ αυτά. Για το μοίρασμα, για τη συμμετοχή, τα σχόλια και τις παρατηρήσεις σας, για τα κλικ σας, τα ενθαρρυντικά σας λόγια σάς ευχαριστώ από καρδιάς. Χρόνια πολλά!

ΥΓ1 Μικροί Μεγάλοι, Taλκ, Mommy, ifeelkid το «μικρή» δεν το εννοούσα, ήταν μεγάλη, αλλά ήθελα να κάνω αναφορά στο άσμα.

ΥΓ2 Αύριο, Δευτέρα 18 Νοεμβρίου, στις 3 το μεσημέρι, μιλάμε στον ΒΗΜΑ FM για την Παγκόσμια Ημέρα Προωρότητας. Συντονιστείτε στους 99,5.

ΥΓ3 Μπράβο Μίνα!

19 Σεπτεμβρίου 2013

Στα δύσκολα είμαστε χώρια


Ένα από τα ανθρώπινα που με πληγώνουν βαθιά είναι η τάση μας να διχαζόμαστε απέναντι στα ζόρια. Δεν ξέρω ούτε ένα ζευγάρι, από αυτά με τα οποία λέω μια πιο ουσιαστική κουβέντα, που να μην αντιμετώπισε προβλήματα μετά την άφιξη του παιδιού τους – οκ, ένα παιδί είναι μεγάλη χαρά, όμως καθώς οι μέρες περνούν η χαρά συνοδεύεται και από κούραση, πίεση, στρες που προκύπτει από την ανάληψη ευθυνών και άλλα πολλά τα οποία όλοι, νομίζω, γνωρίζουμε. Πόσω μάλλον αν το παιδί είναι άρρωστο, πρόωρο, έχει τέλος πάντων τα θέματά του. Σκέφτομαι όμως και τα πιο απλά, καθημερινά σκηνικά. Μια οικογένεια που έχει καταφέρει τελικά να ενσωματώσει επιτυχώς τα νέα μέλη της και ζει μια αρμονική ας πούμε ζωή. Και έρχονται οι μέρες που ο μπαμπάς (τυχαίο παράδειγμα, θα μπορούσε να είναι και η μαμά) περνάει άσχημα στη δουλειά. Ο προϊστάμενός του, τον υποτιμά, το ωράριο αυξάνει δραματικά, τη στιγμή που οι απολαβές ελαττώνονται… ξέρετε. Και φέρνει την ένταση στο σπίτι. Και του φταίει η σύντροφός του που δεν σκούπισε το πάτωμα, η κόρη του που γκρινιάζει γιατί δεν την παίρνει αγκαλιά, ο γιος του γιατί σκόρπισε τα παιχνίδια του, οτιδήποτε. Και οι σχέσεις διαταράσσονται και αν δεν είσαι αρκετά ώριμος για να κάνεις ένα βήμα πίσω και να το πάρεις αλλιώς, έρχεται ο διχασμός. Same old story και στις κοινωνίες. Ο λαός που αντιμετωπίζει φτώχεια διχάζεται, του φταίει ο διπλανός του. Δεν μπορεί ή δεν ξέρει πώς να αντιδράσει απέναντι στον πραγματικό φταίχτη και παίζει μπουνιές.

Δεν έμαθα να παίζω μπουνιές. Οι γονείς μου μισούνε τους καυγάδες. Σιχαίνονται τη μισαλλοδοξία. Ο πατέρας μου δεν θέλει να μη μιλιέται με τον γείτονα και η μάνα μου με έμαθε τον νόμο της προσφοράς (και μόνο) σε σημείο απελπισίας. Δεν ξέρω αν τρόμαξαν από τη Χούντα που έζησαν στο πετσί τους και γι’ αυτό το έριξαν στο make love. Δεν ξέρω αν είδαν τους γονείς τους φοβισμένους από τον Εμφύλιο και οι παππούδες μου τους δικούς τους γονείς στεγνωμένους από τη Μικρασιατική και τον Διχασμό και γι’ αυτό. Εγώ πάντως, τελικός αποδέκτης μιας σειράς διχασμένων Νεοελλήνων, έμαθα να πιστεύω στη δημοκρατία. Δεν τσακώθηκα ποτέ για το δόγμα του άλλου, δεν τάχθηκα ποτέ με μένος υπέρ ή κατά κάποιου φανατικού στρατοπέδου, δεν φοβήθηκα ποτέ το διαφορετικό, δήλωνα φιλήσυχη με τις πράξεις μου.

Σήμερα, ως μητέρα ενός μικρού παιδιού που μεγαλώνει σε αυτή την κοινωνία, δεν ξέρω αν έκανα καλά. Και δεν ξέρω τι να διδάξω την κόρη μου, ώστε από τη μία να μπορεί να προστατευτεί – γιατί φοβάμαι πλέον – και από την άλλη να μάθει να μη φοβάται και να θέλει να φτιάξει τον κόσμο της καλύτερο. Γιατί, σκέφτομαι ότι, αν υπάρχει έστω και ένας λόγος για τον οποίο συνεχίζουμε να κάνουμε παιδιά, αυτός πρέπει να είναι να γίνεται ο κόσμος καλύτερος. Επειδή θα έχουμε κίνητρο δηλαδή (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κι εκείνοι που δεν έχουν παιδιά δεν πρέπει να προσπαθούν).

Στην κηδεία του Παύλου Φύσσα δεν θα ήθελα να πάω. Από φόβο μην αντικρίσω τη μάνα του. Κι απέναντι στον δικό της πιο μεγάλο απ’ όλους τους πόνους, έχω να αντιπραθέσω μόνο τη δική μου ενοχή. Την ενοχή ενός ανθρώπου που δεν έκανε αρκετά για να γίνει ο κόσμος καλύτερος. Που πληγώνεται από τη συνήθεια των ανθρώπων να διχάζονται στα δύσκολα και που θέλει να τους πει πώς η ιστορία δεν πρέπει να επαναλαμβάνεται, αλλά να αλλάζει, επειδή εμείς μπορούμε να αλλάζουμε, να αγκαλιαζόμαστε στα ζόρια και να ξεπερνάμε τη βίαιη εκδοχή μας… Αλλά δεν ξέρει πώς.

16 Σεπτεμβρίου 2013

Aς μιλήσουμε για προωρότητα



Η μοναδική σωστή απάντηση στην ερώτηση «τι είναι αυτή η ουλή στην πλάτη της;» είναι «χειρουργήθηκε όταν ήταν μωρό». Αν ο ενδιαφερόμενος θέλει να μάθει κι άλλα, ευχαρίστως να του τα πούμε. Το έχουμε πια αποφασίσει ότι δεν θα της κρύψουμε τίποτε. Και για να γίνει αυτό δεν μπορούμε να κρυβόμαστε από κανέναν. Που σημαίνει ότι δεν επιδεικνύουμε φοβική συμπεριφορά ή κρυψίνοια στις ερωτήσεις των τρίτων. Ούτε όμως παρουσιάζουμε τα σημάδια της προωρότητας στο σώμα της σαν κάτι για το οποίο πρέπει κανείς να την λυπάται. 

Μου πήρε καιρό για να μιλήσω και κυρίως για να σκεφτώ έτσι. Θυμάμαι πως όλον τον πρώτο χρόνο της ζωής της ήμουν κατηγορηματική: δεν θα της έλεγα τίποτε όταν θα μεγάλωνε για όσα πέρασε και περάσαμε μόλις γεννήθηκε. Ήθελα να ξεχάσω και κυρίως να μην την κάνω να αισθάνεται ευάλωτη, διαφορετική, λιγότερη. Αργότερα συνειδητοποίησα ότι ήμουν λάθος. Ο μόνος τρόπος να μην της φορέσω καπέλο την προωρότητα και τα δικά μου τραύματα ήταν να μιλήσω ανοιχτά, ακομπλεξάριστα, απενοχοποιημένα. Και αντικειμενικά. Διότι η προωρότητα είναι ένα πρόβλημα που αγγίζει ένα στα δέκα μωρά παγκοσμίως. Τα περισσότερα απ’ αυτά επιβιώνουν με καλές προοπτικές ή με ορισμένα αντιμετωπίσιμα προβλήματα. Κάποια, δυστυχώς, κουβαλούν αιωνίως σημαντικά προβλήματα υγείας. Και κάποια άλλα δεν περνούν ποτέ το κατώφλι του σπιτιού τους. Αυτή είναι η αλήθεια. Όπως και το ότι η επιστήμη έχει κάνει τεράστια βήματα στην προσπάθειά της να βοηθήσει αυτά τα παιδιά, αλλά η πολιτεία ως συνήθως μένει λίγο πίσω.

Ένα στα δέκα μωρά λοιπόν. Κι όμως, δεν έχω διαβάσει αρκετά ελληνικά κείμενα για τα πρόωρα τα οποία να εμβαθύνουν στην ουσία του θέματος. Ούτε επιστημονικά ούτε προσωπικά. Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές πού πάει ο πόνος των γονιών αυτών; Γιατί δεν ακούγεται η φωνή τους; Ύστερα σκέφτομαι ότι θέλουν να ξεχάσουν. Και τους καταλαβαίνω. Όμως ο δικός μου τρόπος για να ξεχάσω είναι να το ξεπεράσω. Και πιστεύω ότι μόνο όταν εκφράζεσαι, μοιράζεσαι και βοηθάς, ξεπερνάς.


Η 17η Νοεμβρίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα (κατά της) Προωρότητας. Στη μνήμη του λαού μας η ημερομηνία θα σημαίνει πάντα κάτι άλλο. Όμως θα ήθελα να σας ζητήσω να τη θυμάστε και για έναν ακόμη λόγο. Είτε αφορά το παιδί σας, είτε το παιδί κάποιου δικού σας είτε τα παιδιά των άλλων. Ενημερωθείτε για την προωρότητα, προφυλάξτε την εγκυμοσύνη σας, κοινοποιήστε το πρόβλημα και τους τρόπους αντιμετώπισής του. Ναι, τα πρόωρα μωρά είναι τεράστιοι μαχητές, αλλά τόσο εκείνα όσο και οι γονείς τους χρειάζονται βοήθεια. Τη βοήθεια όλων μας.

Κάντε like στη σελίδα www.facebook.com/WorldPrematurityDay και διαδώστε την Παγκόσμια Ημέρα (κατά της) Προωρότητας.

To 31ebdomades.blogspot.com στηρίζει την καμπάνια για την παγκόσμια ημέρα που διενεργεί ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Φροντίδα των Νεογνών (EFCNI), ένα διεθνές δίκτυο υποστήριξης όσων φροντίζουν πρόωρα και άρρωστα μωρά. Μέχρι και τις 17 Νοεμβρίου θα δημοσιεύει νέα, ειδήσεις και βιώματα από την εμπειρία της προωρότητας.

4 Σεπτεμβρίου 2013

Πύργος ελέγχου



Ελάτε τώρα ας το παραδεχτούμε. Δεν γεννήσαμε μόνο έξυπνα και όμορφα παιδιά. Γεννήσαμε κι ένα τέρας μέσα από τα σπλάχνα μας. Το τέρας ελέγχου, όπως μεταφράζει αυτομάτως το Google το περίφημο control freak. Κι όποια δεν έχει πέσει στην παγίδα του, ας σηκώσει πρώτη το χέρι. Χωρίς πλάκα, θεωρώ ότι η ανάγκη μας να ελέγχουμε τα πάντα και να τα κατευθύνουμε σε ό,τι αφορά τη ζωή του παιδιού μας είναι η μεγαλύτερη πληγή της μητρότητας έβερ. Δεν με νοιάζει οποιαδήποτε άλλη κατηγοριοποίηση μαμάδων, μπαμπάδων και λοιπών συγγενών. Η τάση μας να καταλάβουμε πρώτη και μόνιμη θέση στον πύργο ελέγχου της ζωής τους, αυτή είναι που μας ενώνει. Και το μόνο χειρότερο από το να είσαι μαμά control freak είναι να έχεις προϋπάρξει control freak προτού αποκτήσεις παιδί, διότι όταν θα περάσεις στην μαμαδο- πίστα, το θεριό θα γιγαντωθεί και θα πέσει να φάει εσένα, εκείνα και όλη μαζί την όποια οικογένεια.

Φυσικά και έχουμε καλή δικαιολογία, όταν ξεκινάμε αυτό το ταξίδι – προσοχή, το τέρας ξυπνάει με το που γίνεσαι μάνα. Την καλύτερη. Το ένστικτό μας ξέρει το βέλτιστο για εκείνα. Μπορούμε να ερμηνεύουμε πιο γρήγορα από τον οποιοδήποτε το βρεφικό νιαούρισμα και να το μεταφράζουμε σε πεινάω, πονάω, νυστάζω, δεν θέλω. Έχουμε στο σώμα μας την πρώτη τους τροφή. Στην αγκαλιά μας ηρεμούν ενστικτωδώς, εμάς αποζητάνε όταν αρρωσταίνουν, φοβούνται, νιώθουν αδύναμα. Όμως ως πότε και σε ποιον βαθμό πρέπει να περνάνε όλα από τα χέρια μας; Γιατί να γίνονται όλα όπως τα έχουμε σχεδιάσει και κυρίως γιατί πρέπει να τα έχουμε σχεδιάσει κάπως;

Μπορώ να καταλάβω τις μητέρες που δεν αποχωρίζονται το παιδί τους τα πρώτα χρόνια της ζωής του, διότι δεν εμπιστεύονται κανέναν άλλο, μπορώ όμως να ερμηνεύσω και την ενδεχόμενη υστερία ορισμένων εξ αυτών. Διότι πόσο ήρεμη μπορείς να είσαι, αν 24 ώρες το 24ωρο οργανώνεις και την παραμικρή λεπτομέρεια στη ζωή ενός μικρού ανθρώπου; Ναι, φυσικά δεν είναι το ζητούμενο να είσαι ήρεμη, δεν αναζητούσες την ηρεμία σου, όταν αποφάσιζες να γίνεις μάνα, αλλά πόση σημασία έχει να μην φάει ούτε ένα κομμάτι κέικ, αφού έχει πια συμπληρώσει τα 2 του χρόνια; Πόσο απαραίτητο είναι να έχεις πάντα βιολογικά φρούτα, να καθαρίζεις τα χέρια του κάθε τρεις και λίγο, να μην πέφτει ούτε ένα τσουλούφι στα μάτια του, να κοιμάται στις 9 ακριβώς, να αστράφτει το πάτωμα που πατάει, να φορέσει εκείνο το κοντομάνικο αντί για το φανελάκι; Από τη θέση της μητέρας που έγινε μπίλιες με τον πατέρα για ένα τέτοιο μακό (και για άλλα πολλά), μπορώ να πω ΚΑΜΙΑ. Από τη θέση της κόρης, τεράστια. Η επιλογή του άλλου για σένα καταστρατηγεί την αυτονομία σου.

Μιλάω με διάθεση αυτοκριτικής ωστόσο. Δεν είμαι καθόλου πεπεισμένη ότι όλη αυτή η φρίκη για έλεγχο έχει να κάνει με κάποια εξουσιομανία, όπως ισχυρίζεται φίλη που δεν θέλησε να κάνει παιδιά. Νομίζω ότι περισσότερο προέρχεται από μια βαθύτερη ανάγκη να προστατεύσουμε το πιο πολύτιμο για εμάς πλάσμα επί γης, θεωρώντας εαυτόν τον κατεξοχήν υπεύθυνο, και κάπου στον δρόμο χάνουμε την μπάλα. Αδυνατούμε να δούμε ότι από ένα σημείο κι έπειτα πιο πολύ καταστρέφουμε παρά δημιουργούμε. Όχι μόνο τα νεύρα μας, του συντρόφου μας και των παιδιών μας, αλλά και τον αυθορμητισμό, την ξενοιασιά, τις όμορφες στιγμές. Πρωτίστως όμως την ανάγκη τους για πρωτοβουλία και κατ’ επέκταση τον χαρακτήρα και τη ζωή τους. Πιστεύω τελικά ότι ένα control freak προσπαθεί να αποτρέψει ή να περιορίσει την πιθανή καταστροφή σχεδιάζοντας τα πάντα, αλλά πραγματικά τώρα: πόσες φορές η καταστροφή ήρθε με τη μορφή που είχαμε φανταστεί;

19 Αυγούστου 2013

Θέλω να με κοιτάζω στα μάτια



Ήμουν βυθισμένη σε έναν καναπέ του λόμπι, έχοντας περάσει τη χειρότερη έβερ μέρα των διακοπών με τη Γιόννα και προσπαθούσα να αποφύγω τη ζωή μου, όταν εμφανίστηκε. Έσερνε ένα διπλό καρότσι, τιρκουάζ σορτς και σαγιονάρα, μαλλιά που πετούσαν, μάτι του τρελού. Πίσω της ένα κορίτσι του Δημοτικού αλαφιασμένο κι ένας μπαμπάς ολοκλήρωναν την οικογενειακή δυστυχία της. Τα δίδυμα – δυόμισι ετών όπως έμαθα λίγο μετά – ζητούσαν να λυθούν. Φωνές. Με πλησίασε σε απόγνωση και με το καλησπέρα άρχισε να μου περιγράφει το ανέφικτο της αρμονικής συνύπαρξης με τρία παιδιά εκ των οποίων τα δύο είναι «μωρά» και το άλλο «ζηλεύει και δεν με βοηθάει». Τι να της έλεγα εγώ που είχα βγει νοκ άουτ από ένα και μοναδικό, ενώ η μέρα δεν είχε καν τελειώσει; Ένευσα με συγκατάβαση στο δράμα της πολύτεκνης και γύρισα στο καβούκι μου για να ψάξω τι έκανα λάθος και η δική μου κόρη σερνόταν στα πατώματα, αντιδρώντας όχι μόνο σε ό,τι της ζητούσα αλλά και σε ό,τι ζητούσε η ίδια να κάνει.

Τις επόμενες μέρες, καθώς παρατηρούσα εμάς και διόρθωνα συμπεριφορές, παρατηρούσα και την πενταμελή οικογένεια. Μια επειδή η Γιόννα ανακάλυπτε το καρότσι των διδύμων και έτρεχε κοντά τους, μια επειδή άραζαν στις διπλανές ξαπλώστρες και - είτε το θέλαμε είτε όχι - η ζωή μας αποκτούσε κοινά, αλλά κυρίως επειδή εκείνη φώναζε σα να μην υπάρχει αύριο. Στα μικρά, στη μεγάλη, στον άντρα της. Από το πρωί μέχρι το βράδυ έβγαζε βόλτα την έντασή της σε κάθε γωνιά του ξενοδοχείου. Όταν βλέπεις δύο παιδιά δυόμισι ετών αλυσοδεμένα μονίμως, επειδή μια μαμά δεν μπορεί να τα κυνηγάει όπως η ίδια λέει, κι έναν μπαμπά που δέχεται να τον αποκαλούν βλάκα δημοσίως σε κάθε πρωτοβουλία του, το πρώτο πράγμα που θες να κάνεις είναι να κράξεις. Δεν θα το κάνω όμως. Τα επικριτικά σχόλια απέναντι σε άλλους γονείς τα έχω κόψει εδώ και καιρό. Δεν ξέρεις ποτέ τι ζόρι τραβάει ο καθένας στο σπίτι του, αποφάσισα όταν είδα και ’γω τα σκούρα.

Θα κάτσω όμως αναπαυτικά στην καρέκλα μου και θα παρακολουθήσω στη μεγάλη οθόνη της σκέψης μου το δράμα της οικογενειακής ζωής. Αυτό που όλοι κάπως, κάποτε έχουμε ζήσει έστω και για λίγο στα σπίτια μας. Όταν η κούραση μετατρέπεται σε μούτρα. Η απογοήτευση από τη δουλειά σε ξέσπασμα. Η αποκλειστική ενασχόληση με ένα μωρό-νήπιο-παιδί-έφηβο σε non stop γκρίνια. Το στρες της σωστής ανατροφής εξουθενωτικός ανταγωνισμός για δύο. Και η πρέπει-να-τα-προλάβω-όλα καθημερινότητα σε υστερία. Και θα αναρωτηθώ πού βρίσκεται αυτή η λεπτή γραμμή – γιατί πάντα σε μια λεπτή γραμμή χάνεται το παιχνίδι – η οποία διαχωρίζει τον παράδεισο από την κόλαση ή έστω τη νηνεμία από τον τυφώνα. Σε ποιο σημείο αρχίζεις να χάνεις τον όπως ήσουν εαυτό σου και γιατί δεν μπορείς να το δεις και να σκοτώσεις αυτόν που πάει να γεννηθεί επί τόπου; Πόσο φταις εσύ και πόσο οι άλλοι; (Ποιος μπορεί να σου το πει με βεβαιότητα;) Τι κουβαλάς στις βαλίτσες σου, όταν αποφασίζεις να κάνεις αυτό το ταξίδι που λέγεται οικογένεια, έχεις καταλάβει; Πόσο θα επηρεάσει τους πιο αγαπημένους σου, ξέρεις; Κι επειδή αν δεν βγεις στον δρόμο, δύσκολα θα μάθεις, σκέφτομαι στην πορεία να κάνω μία και δύο και τρεις και όσες χρειαστεί στάσεις για να αναλογιστώ. Να ξανακοιτάξω μέσα από τα μάτια του παιδιού μου τον γονιό αλλά και τον άνθρωπο που γίνομαι. Και μετά να ξανακοιτάξω τον σύντροφό μου. Στα μάτια. Για όσες φορές χρειαστεί. Γιατί μόνο αν μπορούμε να στεκόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλον, στεκόμαστε ειλικρινά ο ένας δίπλα στον άλλον.

15 Ιουλίου 2013

Κάποιος να την προσέχει (την baby sitter)



Όταν τη ρωτούν τι δουλειά κάνει, δυσκολεύεται να απαντήσει, επειδή αισθάνεται ότι το να προσέχεις ένα μικρό παιδί δεν εμπίπτει στην κατηγορία του επαγγέλματος. Η Μαρία της Γιόννας, όπως την λέει η κόρη μου, είναι η κοπέλα που την φροντίζει όσο εγώ λείπω στη δουλειά. Για καλή μου τύχη είναι οικογενειακή φίλη και για ακόμη καλύτερη έγιναν αχώριστες. Τις προάλλες επέστρεψε νευριασμένη από την παιδική χαρά. Κάποια από τις «συναδέλφους» της την πίεζαν να επιτρέψει στη Γιόννα να δοκιμάσει ένα γλυκό που της πρόσφεραν. Της ζήτησα να γράψει κάτι για όσα την θυμώνουν, την κάνουν να γελάει και της προκαλούν θαυμασμό στις κούνιες. Αυτό είναι το κείμενό της.


Mετά από χρόνια, ως ενήλικη πια, ξαναπήγα στην παιδική χαρά χωρίς τη δική μου μαμά, τον μεγαλύτερο αδελφό ή τους συμμαθητές μου, αλλά με μια φίλη 23 χρόνια μικρότερη και όλα ήταν πολύ διαφορετικά. Αφού ξεπεράσαμε τις πρώτες φοβίες, εξοικιωθήκαμε με τον χώρο, μάθαμε να λέμε το «κούνια μπέλα», να κάνουμε τσουλήθρα, να αναβαίνουμε σκαλιά, γνωρίσαμε μικρούς και μεγάλους και κάναμε φιλίες. Δίπλα στη Γιόννα κοινωνικοποιήθηκα κι εγώ. Άρχισα να παρατηρώ τα παιδιά, τις σχέσεις τους με την νταντά, τη μαμά, τον παππού, αλλά και τη συμπεριφορά των «συναδέλφων» μου και σιγά σιγά χωρίς να το καταλάβω, άρχισα να τις κατηγοριοποιώ.

Η κουτσομπόλα: αστεία μεν, ενοχλητική δε. Είναι η κυρία που δεν κάθεται ποτέ μόνη. Ακολουθεί αδιάκοπα τα θύματά της, προσπαθώντας να αποσπάσει πληροφορίες ή έχει σχηματίσει κύκλο με κυρίες της ίδιας κατηγορίας και ανταγωνίζονται ποια θα δώσει τη σημαντικότερη πληροφορία. Γνωρίζοντάς την σκέφτεσαι ότι έχει υπάρξει φαν μεσημεριανών εκπομπών ή ότι στην προηγούμενη ζωή της ήταν ανακρίτρια. Θα σε πλησιάσει με την κλισέ ερώτηση-δόλωμα «είσαι η μαμά της;». Και δεν θα σταματήσει εδώ. Αλήθεια; Την κρατάς μόνη σου; Πόσες ώρες; Κάθε μέρα; Πόσο χρονών είσαι; Πού μένεις; Οι γονείς της μικρής τι δουλειά κάνουν; Οι γιαγιάδες βοηθάνε; Έχει αδέλφια; Αν νομίζεις ότι πηγαίνοντας 10 μέτρα πιο κάτω θα την γλιτώσεις, είσαι γελασμένη. Σε θυμάται και την επόμενη μέρα, η ανάκριση συνεχίζεται.
Tip για γονείς: Αν την έχετε επιλέξει, πρέπει να ξέρετε ότι η καρδιά της είναι δοσμένη στον κοινωνικό σχολιασμό και το παιδί σας μάλλον στερείται προσοχής. Επιπλέον, είναι αναγκασμένο να ακολουθεί το δικό της πρόγραμμα και να πηγαίνει στις κούνιες, όταν μπορούν οι δικές της φίλες. Συχνά μιλάει και για εσάς, σας επικρίνει ή σας θεοποιεί, εν ολίγοις βγάζει τα εν οίκω, εν δήμω.

Ο φωτεινός παντογνώστης: Η αυθεντία της παιδικής χαράς. Είναι 50+ και έχει στο βλέμμα τη σιγουριά του Τσακ Νόρις. Είναι η ατάραχη κυρία που κάθεται στο παγκάκι και δεν πανικοβάλλεται ούτε στη θέα του αίματος, γιατί ξέρει πως ό,τι κάνει το κάνει καλά. Συμβουλεύει ακατάπαυστα, έχει γνώσεις οικονομικών, μαιευτικής, ιατρικής, παιδοψυχολογίας. Γνωρίζει πώς χάνονται τα κιλά της εγκυμοσύνης, πώς φεύγουν οι ραγάδες, πώς θα κόψετε πιπίλα και πάνα, και μπορεί με 3 βήματα να κάνει το παιδί να εκλιπαρεί για σπανακόρυζο, αντί για σοκολάτα. Έχει μεγαλώσει 4 παιδιά (δικά της), 20 ανίψια, 30 εγγόνια και άλλα 100 σαν νταντά. Χρησιμοποιεί πάντα προστακτική, που δικαιολογείται από την εμπειρία της: «Άσε το παιδί να χτυπήσει, έτσι θα μάθει», «Δώσ’ του νερό», «Μην του λες όχι» και συνεχίζει με πλήθος παραδειγμάτων που στο παρελθόν τη δικαίωσαν.
Τip για γονείς: Αν παραβλέψετε τον ξερολισμό της, ίσως κάτι από τα λεγόμενά της, φανεί χρήσιμο.

Η κλινική περίπτωση: Στην κατηγορία ανήκει οποιοσδήποτε στερείται των βασικών συναισθημάτων που γεννά ένα μικρό παιδί, όπως η αγάπη και η ανάγκη να το προστατέψεις από τον κίνδυνο. Σε γεμίζει οργή και σε κάνει να διερωτάσαι αν είναι ψυχοπαθής και αν οι γονείς γνωρίζουν ότι έβαλαν τον λύκο να φυλάει το προβατάκι τους. Μπορεί να ασκεί τόσο φυσική βία όσο και συναισθηματική, να χρησιμοποιεί απειλές, να παραμελεί το παιδί και να αδιαφορεί γι’ αυτό, μπορεί να φυσάει τον καπνό από το slim τσιγάρο της πάνω του, να το κρατά στο καρότσι δεμένο, για να μην κουραστεί η ίδια, ίσως το προσβάλλει, το αφήνει εκτεθιμένο σε κινδύνους, βρεγμένο στο κρύο, το χαρακτηρίζει χαζό, τεμπέλικο, απρόσεκτο, κουραστικό.
Tip για γονείς: Μην θεωρήσετε ότι μιλάμε για εκείνες τις κοπέλες που βλέπουμε στις ειδήσεις, ούτε ότι αυτά συμβαίνουν μόνο στη μακρινή Αμερική. Μην υιοθετήσετε το κλισέ ότι ακατάλληλη νταντά είναι μόνο αυτή που ασκεί σωματική βία. Αν είστε γονιός αυτόπτης μάρτυρας, ξεπεράστε το όποιο ηθικό δίλημμα και ενημερώστε τους γονείς του παιδιού αμέσως.

Η «Ελένη»: Η κατηγορία πήρε το όνομά της από την Ελένη, μια τρυφερή παιδαγωγό που φροντίζει την μικρή Ελένη και τον Μάνο. Η αγάπη, η τρυφερότητα, η φροντίδα, η προθυμία και η υπευθυνότητα ξεχειλίζουν. Μιλάμε για τις κοπέλες που έχουν το μεγαλύτερο χαμόγελο στην παιδική χαρά, όχι μόνο οι ίδιες αλλά και τα παιδιά που φροντίζουν και αυτό μαρτυρά την επιτυχία τους. Δεν είναι τέλειες, έχουν ανασφάλεια αν κάνουν το σωστό, αλλά κάνουν τις πιο ζεστές αγκαλιές, σκαρώνουν τα πιο όμορφα παιχνίδια, λερώνονται στο κρυφτό και ιδρώνουν στον χορό και γίνονται ο κυματοθραύστης της παιδικής οργής. Είναι εκείνες που θα πληγωθούν όταν ο μικρός βγάλει μουστάκι και η μικρή βάλει σουτιέν, γιατί δεν θα την έχουν πια ανάγκη. Είναι απλά η σωστότερη επιλογή. Μπράβο μαμά και μπαμπά!

2 Ιουλίου 2013

Όχι, όχι, όχι, δεν είμαι εσύ μαμά!

Κάθομαι στον καναπέ κρατώντας μια πάνα-βρακάκι, μιας και τα βαμβακερά πνίγηκαν όλα σε κάποια από τις λιμνούλες που φύτρωσαν τον τελευταίο καιρό στο πάτωμα του σπιτιού μας, και της ζητάω να έρθει κοντά μου να τη φορέσει. Με αγνοεί. Έχει να βάλει το μωρό της για ύπνο, να αναζητήσει λίγη κρέμα για να αλείψει «το κουνούπι της», να σταθεί δίπλα στο cd player και να παραγγείλει το αγαπημένο της άσμα… δουλειές με φούντες δλδ, πού να τρέχει τώρα να φορέσει βρακί. Είναι μικρή, την προσοχή της τραβάνε διάφορα πράγματα τριγύρω, μεταφράζω. Η ώρα όμως περνάει, πρέπει να ετοιμαστώ για το γραφείο, την προσοχή της τραβάνε όλα τα πράγματα τριγύρω εκτός από μένα, αρχίζω να χάνω την υπομονή μου. Της το ζητάω ξανά, με πιο επιτακτικό τόνο. Όχι μία ούτε δύο φορές. Τίποτε. Αποφασίζει επιτέλους να πάρει θέση απέναντί μου. Επιτέλους επικοινωνήσαμε, μεταφράζω. Στέκεται ευθυτενής, περήφανη και ξεβράκωτη στο ένα μέτρο από τον καναπέ και βγάζει από το στόμα της ένα ολόσωστο, συνειδητοποιημένο, ήρεμο και πιο-ξεκάθαρο-πεθαίνεις «όχι». Επαναλαμβάνω το αίτημα. Επαναλαμβάνει το «όχι», σχεδόν ατάραχη. Τρεις φορές. Με κοιτάει σαν να με ρωτάει πόσο το εννοώ. Προσπαθώ να την κοιτάξω άγρια. Θυμίζουμε μονομάχους έτοιμους να διασταυρώσουν τα ξίφη τους. Και τότε το βλέπω όλο μπροστά μου. Δεν πρόκειται για κάποια ελλειμματική λόγω ηλικίας προσοχή. Ούτε για την ανάγκη της να χορέψει χωρίς βρακί, επειδή ζεσταίνεται και ήρθε στο κέφι. Πρόκειται απλώς για την ανάγκη της να πει «όχι». Με τις πράξεις, κι αφού δεν το καταλαβαίνω, με τις λέξεις. Και θέλει να το πει στον άνθρωπο από τον οποίο έχει τη μεγαλύτερη εξάρτηση: τη μαμά της.

Η μεγάλη σύγκρουση έχει αρχίσει. Είναι πέρα και πάνω από εμάς. Αψηφά τους κανόνες της κληρονομικότητας και τις όποιες γραμμές διαπαιδαγώγησης. Είναι η πανάρχαια ανάγκη της αυτονόμησης που περνάει πάντα από τον δρόμο της αντίδρασης. Είναι η ίδια δύναμη που την ωθεί να φτύνει το νερό στην μπλούζα της και στο πάτωμα όταν της λέω «μη». Η ίδια που την κάνει να κραδαίνει το παιδικό ψαλιδάκι της μπροστά στα μούτρα της για να με βλέπει ξανά και ξανά να τρομάζω και να της υποδεικνύω τον σωστό τρόπο λαβής. Αυτή που την κάνει να λέει «όχι» στο βραδινό γάλα το οποίο μετά μανίας πίνει ευθύς αμέσως. Και πολύ φοβάμαι ότι είναι η ίδια που βάζει το χεράκι της για όλες τις αποτυχημένες προσπάθειες απομάκρυνσης της πάνας. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσω την διακαή επιθυμία της κόρης μου για «την κατου-η-μένη!» όταν τις προάλλες τόλμησα να την αλλάξω μόλις ξύπνησε;

Κάποιοι το λένε terrible twos. Άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται απλώς για έναν μύθο απομεινάρι της ευτυχισμένης αμερικανικής οικογένειας των 50s που τρόμαξε στη θέα ενός παιδιού που αντιδρά. Εγώ το λέω ζήτημα αρχής. Διότι ο κάθε άνθρωπος αν θέλει να σέβεται τον εαυτό του και να τον σέβονται και οι άλλοι, πρέπει να μάθει να λέει όχι. Και το όχι των 2 ετών σημαίνει είμαι άλλος, ξεχωριστός, ανεξάρτητος, δεν είμαι εσύ μαμά. Κατεβάζω λοιπόν το άγριο βλέμμα μου και αφήνω κάτω την πάνα. Ας χαρεί την ξεβράκωτη νίκη της. Όχι, δεν θα της χαρίζονται όλες οι φορές που θα αντιδράσει, αλλά αυτή τη φορά το αξίζει. Επειδή αντέδρασε ώριμα, χωρίς φωνές, υστερίες και κλάματα, λέγοντας απλώς ένα πιο-ξεκάθαρο-πεθαίνεις «όχι». Απέναντι στο οποίο δεν είχα να αντιτάξω τίποτε πέρα από τα τσακισμένα νεύρα μου. Και αυτά ΟΧΙ, δεν της άξιζαν.

19 Ιουνίου 2013

Το πρώτο της πάρτι

Διάλεξε μόνη της φουστάνι. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και είπε: «Τι ωαίο φόεμα!». Με το ζόρι κάθισε να της πιάσω τα μαλλιά. Eνθουσιασμένη πηγαινοερχόταν στο σπίτι, φωνάζοντας «Έτοιμη! Πάμε! Φύγαμε!». Ύστερα, την πήρα από το χέρι και την πήγα στο πρώτο της πάρτι. Σε έναν χώρο απ’ αυτούς που πουλάνε φουσκωτή διασκέδαση με υψηλή περίφραξη. Εκστασιάστηκε. Αυθόρμητα άφησε το χέρι μου και έτρεξε σε ένα αυτοκινητάκι. Με αναζήτησε μόνο όταν προσπαθούσε να ανεβεί. Την άφησα με τον μπαμπά της και κάθισα σε ένα τραπέζι να χαιρετήσω, να ευχηθώ κου-λου-που. Μετά από κάμποση ώρα ήρθε και κάθισε στα πόδια μου.

Σε λίγο κατέφθασαν τα παιδάκια που μέχρι τότε πήδαγαν σε κάποιο τραμπολίνο. Όλα μεγαλύτερά της, στοιχισμένα, ιδρωμένα, πεινασμένα. Η υπεύθυνη τα οδήγησε να καθίσουν στα χαμηλά τραπέζια με τις πολύχρωμες καρέκλες. Η Γιόννα τα κοίταξε. Κατέβηκε από τα πόδια μου και στάθηκε κάπου ανάμεσα στην αγκαλιά μου και σ’ εκείνα. «Αν θες πήγαινε στα παιδιά» της φώναξα. «Αν όμως δεν θες, μπορείς να κάτσεις εδώ μαζί μου». Δεν άκουσε τη δεύτερη επιλογή. Είχε ήδη αρχίσει να ξεμακραίνει.

Κάθισε σε μια καρεκλίτσα που είχε περισσέψει στην άκρη, πήγε κοντά ο μπαμπάς της - όχι ότι την ένοιαζε. Ύστερα ήρθαν τα πλαστικά πιάτα με το φαγητό. «Η μικρούλα θα φάει;» μας ρώτησαν. «Όχι» πετάχτηκα έντρομη για την ποιότητα των ψωμοειδών εδεσμάτων. Το μετάνιωσα αμέσως. Την είδα να κοιτάζει τα πιάτα των άλλων παιδιών και ξέρω πόσο της αρέσει το φαγητό. Οκ, αποφεύγω να της δίνω γλυκά και σνακ αμφιβόλου προελεύσεως, αλλά τώρα είναι ειδική περίσταση, σκέφτηκα. Πήγα στην υπεύθυνη και ζήτησα ένα πιάτο «για τη μικρούλα». Αμέσως έτρεξα να της καθαρίσω τα χέρια με ένα μωρομάντηλο. «Άστη» μου είπε ο πατέρας της. «Άστη να φάει όπως τα υπόλοιπα παιδιά». Δεν μίλησα. Επέστρεψα στην καρέκλα μου με το βλέμμα καρφωμένο επάνω της. Είχε βουτήξει τα στρουμπουλά της δαχτυλάκια μέσα στο λουκανικοπιτάκι και το έφερνε στο στόμα της. Έκοβε μια δαγκωνιά, το άφηνε, έπιανε το τυροπιτάκι. Δεν γύρισε να με αναζητήσει. Ίσως μία φορά. Ούτε τον πατέρα της. Καθόταν εκεί, στην άκρη του τραπεζιού, δίπλα σε μια μεγάλη παρέα από μικρούς πολύχρωμους ανθρώπους, τους παρατηρούσε και έτρωγε. Ένα μέλος απολύτως εναρμονισμένο με την ομάδα.



Στη δική μου καρέκλα οι μπουκιές – εννοείται δοκίμαζα από τον μπουφέ ό,τι έτρωγε για να τσεκάρω - εναλλάσσονταν με τις ανησυχίες. Τι να περιέχουν αυτά τα σπογγοειδή πιτάκια; Πόσο καιρό τα έχουν; Πόσα μικρόβια μπαίνουν μαζί τους στον ευάλωτο οργανισμό της; Κι αν ο διπλανός της είναι άρρωστος; Φορέας κάποιου επικίνδυνου ιού; Κι αν πάει να βουτήξει κανένα κεφτεδάκι από το πιάτο του και της ρίξει καμιά; Αν πέσει από την καρέκλα της; Τις κατάπια όλες. Αμάσητες.

Σκέφτηκα την πρώτη φορά που θα δοκιμάσει αλκοόλ, που θα ανεβεί σε μηχανή, που θα κάνει σεξ, που θα πάει διακοπές με τις φίλες της, που θα ταξιδέψει στο εξωτερικό… κι εγώ δεν θα είμαι εκεί. Και δεν πρέπει να είμαι εκεί. Γιατί ορισμένες φορές πρέπει απλώς να στέκεσαι μακριά και να βλέπεις το παιδί σου να μεγαλώνει. Και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να έχεις εμπιστοσύνη σε εκείνο και κατ’ επέκταση στον εαυτό σου για όσα του έμαθες. Φυσικά, αν θες μπορείς να τρως τις σόλες των παπουτσιών σου από την αγωνία. Μόνη σου. Γιατί αυτό είναι δικό σου πρόβλημα, μαμά.

16 Ιουνίου 2013

Ο μπαμπάς είναι εδώ

Στέκομαι αποστειρωμένη έξω από την πόρτα της μονάδας, πρώτη στη σειρά για το καθιερωμένο επισκεπτήριο. Απέναντί μου ένας άντρας γύρω στα 45, με ελάχιστα γκρίζα μαλλιά, καλοσιδερωμένο πουκάμισο και υφασμάτινο μπλε παντελόνι. Κλαίει. Κάνει μια προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυά του, αλλά δεν τα καταφέρνει. Παρασύρομαι. Το κλάμα έξω από τη μονάδα εντατικής νοσηλείας των νεογνών μπορεί να είναι μεταδοτικό, πόσω μάλλον, αν αυτός που κλαίει είναι ένας μπαμπάς.
Πολύ αργότερα, όταν θα παλιώσω στη ΜΕΝΝ, θα πληροφορηθώ ότι ο δεύτερος από τους δίδυμους γιους του μετρούσε ήδη πέντε μήνες μέσα, με αλλεπάλληλες χειρουργικές επεμβάσεις, και εκείνη τη στιγμή είχε μόλις μάθει ότι ο μικρός έπρεπε να υποβληθεί σε ένα ακόμη χειρουργείο. Τη φιγούρα του δεν θα την ξεχάσω ποτέ.

Ένας άντρας που μπαίνει στην πίστα της πατρότητας the hard way, φοράει στα μάτια μου ένα επιπλέον παράσημο. Γιατί από νωρίς θα πρέπει να παλέψει με τα δύσκολα. Να σταθεί δίπλα σου. Να σταθεί απέναντι στους γιατρούς. Να σκύψει επάνω από το παιδί του για να του δώσει όχι μόνο γάλα αλλά και φάρμακο. Να έρθει αντιμέτωπος με όλες τις συμβάσεις που τον θέλουν ορθολογιστή, στήριγμα, σκληρό σαν ατσάλι και να μάθει ότι είναι όλα τα παραπάνω, ακριβώς επειδή μπορεί να κλαίει. Κι αν τελικά μείνει εκεί, αντί να βγει για μπίρες με την παρέα, αν μείνει πλάι σας στα ζόρικα και διεκδικήσει τη ζωή του μαζί σας, ξέρεις πως είναι ο καλύτερος πατέρας για το παιδί σου. Χρόνια σου πολλά μπαμπά.



Υ.Γ. Η Γιόννα θα σε περιμένει πάντα να γυρίσεις από το γραφείο για να κοιμηθεί. Και αυτό – πίστεψέ με – είναι πρόβλημα...

11 Ιουνίου 2013

Δυο άνθρωποι σε μια λίμνη

Δίπλα στα πόδια μου που δοκιμάζουν φοβισμένα το νερό της λίμνης, ένα άλλο ζευγάρι πόδια πλησιάζει. Όχι από τα καλλίγραμμα, αλλά από τα άλλα, με τις φλέβες που εκρήγνυνται και τα στραβωμένα δάχτυλα. Σηκώνω το βλέμμα μου και αντικρίζω ένα άλλο βλέμμα. Μου χαμογελάει κάτω από ένα άσπρο, ψάθινο καπέλο. «Κρύο δεν είναι;» με ρωτάει. Κρύο, ναι, απαντώ. Πιο πίσω, δύο άλλα πόδια, εξίσου γέρικα και αργά, αλλά πολύ πιο αποφασιστικά, εμφανίζονται και σύντομα μας προσπερνούν. Το λευκό ψάθινο καπέλο έχει τώρα μπροστά του ένα άλλο ψάθινο καπέλο, άσπρο κι αυτό, που του απευθύνει τον λόγο στα ισπανικά. «Είναι κρύο» συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο το πρώτο καπέλο, με το ολόσωμο μαγιό. «Μια χαρά είναι» έρχεται η απάντηση από το δεύτερο, «έλα σε παρακαλώ». Το πρώτο καπέλο διστάζει, αλλά το δεύτερο γυρίζει και του απλώνει το χέρι, ροζιασμένο και ζαρωμένο μα κάποτε σίγουρα στιβαρό. «Κατίνα, πορ φαβόρ» λέει με φωνή σταθερή, γλυκιά και τόσο όσο χρειάζεται επιτακτική. Η Κατίνα απλώνει το χέρι και αφήνει το σώμα της να βυθιστεί δίπλα του στο νερό. Μένω να τους κοιτάζω καθώς απομακρύνονται πιασμένοι χέρι χέρι, η Κατίνα και ο κύριος Χ, δυο άνθρωποι γύρω στα 80, δυο σώματα βαριά από τα χρόνια, με σάρκες που κρέμονται πια, να περπατούν στις παρυφές της λίμνης Βουλιαγμένης.

Καθώς αφήνω πια κι εγώ το σώμα μου μέσα στα νερά της λίμνης, αρχίζω να σκέφτομαι τις όχι ιδανικές σχέσεις. Τις ανθρώπινες. Εκείνες στις οποίες πιστέψαμε, αλλά μας πρόδωσαν. Αυτές που κουράστηκαν από τα βάρη μιας κοινής ζωής και έζησαν μαζί αλλά στην ουσία χώρια. Τις άλλες που διαχώρισαν τους δρόμους τους νωρίς και δεν συμπορεύτηκαν ποτέ ξανά με κανέναν. Αυτές που πνίγονται στην αδιαφορία, που ξεσπούν στις φωνές, που τελματώνουν από την έλλειψη κοινού ονείρου σε κάποιο διαμέρισμα. Τις πιο πολλές που πάνε μία έτσι και μία αλλιώς σε μια θάλασσα άλλοτε φουρτουνιασμένη κι άλλοτε νηφάλια σα λίμνη. Όλες τις σχέσεις που είναι γύρω μας και πίσω μας και μπροστά μας. Χωρίς πικρία ή απογοήτευση, όχι επειδή έχω άσχημα βιώματα, αλλά επειδή το ξέρω, το βλέπω πως έτσι είναι. Και δεν περίμενα ποτέ να είναι αλλιώς. Ούτε πίστεψα ποτέ στις διαφημίσεις των ασφαλιστικών εταιρειών. Οι άνθρωποι μεγαλώνοντας γίνονται πιο δύσκολοι, γιατί γίνονται και οι ζωές τους πιο δύσκολες. Και αυτό είναι απολύτως κατανοητό και σεβαστό.

Όμως όσο κάνω αυτές τις σκέψεις, η Κατίνα και ο καλός της έχουν διανύσει σχεδόν τη μισή λίμνη περπατώντας  – και όχι κολυμπώντας – χέρι χέρι. Αργά, αλλά σταθερά. Με τα κορμιά τους να σκουντουφλάνε, με τα καπέλα τους άλλοτε να βρίσκουν κι άλλοτε να απομακρύνονται, μα πάντα να λάμπουν κάτω από τον αττικό ήλιο σαν αλλιώτικα φωτοστέφανα. Δεν ξέρω πόσα χρόνια τούς πήρε για να φτάσουν ως εδώ, αν στο σπίτι τους τσακώνονται ή αν ακόμη σκεπάζει ο ένας τον άλλον, αν έχουν παιδιά που τους φροντίζουν ή αν έμειναν «μόνοι» στα μάτια των ζευγαριών που απέκτησαν πολύτεκνες οικογένειες για τα μάτια των άλλων. Δεν ξέρω καν αν προσπάθησαν πολύ για να μπορούν τώρα να περπατούν έτσι ή αν απλώς τους έτυχε. Αν γνωρίστηκαν στο λύκειο ή σε κάποια εκδρομή για συνταξιούχους. Αν κεραυνοβολήθηκαν ή αν έδωσαν τα χέρια πάνω από κάποιο στρωμένο με σεμεδάκι τραπέζι. Αλλά δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει μόνο αυτή η στιγμή. Γιατί ακόμη κι αν όλα στρώθηκαν στη ζωή τους ρόδινα – πράγμα που δεν πιστεύω – η στιγμή αυτή και μόνο χρειάζεται τεράστια δύναμη και εκπέμπει τεράστια αγάπη. Ικανή να κινήσει γη και ουρανό. Να κάνει παιδιά, να τα μεγαλώσει και να πάνε τον κόσμο λίγο παραπέρα. Η στιγμή αυτή που δύο ηλικιωμένοι περπατούν χέρι χέρι σε μια λίμνη κλείνει μέσα της για μένα όχι το τέλος, μα την αρχή μιας ζωής. Κι απ’ όλα τα όνειρα που κατά καιρούς έχω κάνει, με μοναδική εξαίρεση Εκείνη, μοιάζει το πιο αληθινό.



6 Ιουνίου 2013

Το απωθημένο

Σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω πού διάολο αρπάζει η μικρή τις ιώσεις, αφού παιδικό σταθμό δεν πάει κι αφού απρόσεκτη δεν με λες. Ύστερα την κάνω εικόνα στην παιδική χαρά, την οποία επισκέπτεται καθημερινά, μία έως δύο φορές: Όπου παιδάκι, η Γιόννα κολλητή. Να του δώσει κάποιο παιχνίδι της, να διεκδικήσει – με τον πρωτόγονο τρόπο των δίχρονων – ένα δικό του, να το πάρει αγκαλιά, να το κρατήσει από το χέρι, να το χαϊδέψει στο πρόσωπο, να του γελάσει μες στα μάτια πάντα σε στυλ σε-φιλώ-στη-μούρη. Και πάνω πού λύνω την απορία μου, προκύπτει δεύτερη: πώς έγινε αυτό το παιδί τόσο κοινωνικό; Εντάξει, δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες κανενός είδους, αλλά δεν μπορώ να μην παρατηρήσω αυτή την κραυγαλέα με τους γονείς της διαφορά. Και στο επιχείρημα κάποιου ότι όλα τα μικρά γουστάρουν κόσμο, αντιτάσσω το εξής: εγώ κι ο πατέρας της ως μικρά ΔΕΝ. Να δω εγώ παιδάκια μαζεμένα (και μάλιστα μεγαλύτερά μου) να παίζουν με τη δασκάλα τους και να χωθώ να παίξω μαζί τους; Μου φέρνει τρόμο και μόνο η ιδέα ακόμη και τώρα. Η πιτσιρίκα όμως μου αρέσει. Μου κάνει κάπως ότι δεν μασάει. Ότι θέλει κάτι, πάει και το κάνει. Ότι νιώθει κάποιου είδους ασφάλεια και δεν φοβάται τις διαχύσεις. Ότι είναι τύπος αγκαλίτσα και το εκδηλώνει. Μαγκιά της, σκέφτομαι, και ποια είμαι εγώ που θα της αλλάξω τον χαρακτήρα; Ελα όμως που δρω ύπουλα για να της διαμορφώσω τον χαρακτήρα. Διότι όσο κι αν θέλω να παριστάνω την δεν-παρεμβαίνω μαμά, στην πραγματικότητα, δεν μπορώ να αντισταθώ στο ένστικτο του απωθημένου μου, όπως τόσοι άλλοι γονείς.

Που αναλυτικότερα σημαίνει: Βαρέθηκα να κάνω γαϊδουρινή υπομονή και να μην διώχνω από τη ζωή μου εγκαίρως όσα με χαλάνε και της λέω «να κάνεις λίγη υπομονή, λίγη υπομονή δεν βλάπτει, η πολλή βλάπτει», όταν σκούζει για Μίκυ Μάους, κριτσίνι, κούνια μπέλα κου-λου-που.

Αρρώστησα κρατώντας καταπιεσμένο τον θυμό μου και νιώθοντας άσχημα για τα αρνητικά συναισθήματά μου και την παροτρύνω: «Χτύπα τα πόδια σου στο πάτωμα, τα χέρια σου στο κρεβάτι, πες μας ότι θύμωσες, φώναξέ το πως θύμωσες, δείξ’ το!».

Την πάτησα πολλές φορές μένοντας στο αρνητικό πρόσημο μιας εμπειρίας, θρηνώντας αιωνίως την όποια Αλεξάνδρεια και τη συμβουλεύω: «Μπορείς να κλάψεις που δεν έχεις εδώ το ροζ καρότσι να παίξεις και λογικό είναι, αφού το θες. Μπορείς όμως, αφού κλάψεις, να πάρεις το φορτηγάκι σου και να βάλεις επάνω το μωρό σου».

Πιέστηκα αφόρητα για να πετύχω όσα νόμιζα ότι ήθελα, για να διαπιστώσω ότι τις περισσότερες φορές δεν άξιζε. Οι νέες επιλογές που έρχονται τυχαία στον δρόμο σου μπορεί να είναι πιο ενδιαφέρουσες. Και ως σοφή κουκουβάγια της κουνάω δάχτυλο: «Μπορείς να καταφέρεις ό,τι θέλεις, αλλά δεν χρειάζεται να πιεστείς πάρα πολύ».

Πίστεψα κι εγώ ότι το πριγκιπόπουλο θα μου αλλάξει τη ζωή, παίρνοντας εκείνο όλες τις πρωτοβουλίες και μεταμορφώνοντάς την με κάποιο μαγικό ραβδί σε κάτι άλλο κι έτσι, όταν της διαβάζω τη Σταχτοπούτα, φροντίζω να της υπενθυμίζω: «ωραίο και καλό το πριγκιπόπουλο, όμως μην ξεχνάς ότι ήταν άβουλο. Έπρεπε ο πατέρας του να διοργανώσει ένα πάρτι για να βρει γυναίκα».

Νιώθω ακόμη μικρή απέναντι στους φόβους μου και προσπαθώ να της δείξω ότι οι φόβοι της είναι μικροί απέναντι σ’ εκείνη. Της λέω συνέχεια πόσο όμορφη είναι, με κίνδυνο να γίνει ψώνιο, επειδή οι δικοί μου γονείς ήταν ταγάρια και τόνιζαν πάντα την προσωπικότητα και την εξυπνάδα, ενώ στον ΟΧΙ ΙΔΑΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ που ζούμε μια γυναίκα πρέπει να νιώθει ΚΑΙ όμορφη. Και, τέλος, για να αισθάνεται αυτοπεποίθηση, της υπενθυμίζω συχνά και χωρίς προφανή λόγο πόσο περήφανη είμαι για κείνη, επειδή εγώ ένιωθα ξεχωριστή μόνο όταν έκανα κάτι πολύ καλά.

Κάπως έτσι καταλήγω στο συμπέρασμα πως το απωθημένο του γονιού είναι νόμος για το παιδί. Και το χειρότερο δεν είναι αυτό, αλλά η αντιφατική συμπεριφορά που ενδεχομένως θα εισπράξει. Γιατί, άντε τώρα μια φοβιτσιάρα μαμά να πείσει την κόρη της να μην φοβάται. Αναγκάζομαι λοιπόν να επιστρέψω στα θρανία μαζί της. Να αρχίσω να εκφράζω τον θυμό μου, να μη νιώθω ενοχές για τη θλίψη μου, ούτε θλίψη αν δεν κάνω κάτι ξεχωριστό. Να αγαπάω την εικόνα μου, να την γκρεμίζω και να την ξαναχτίζω με πίστη στις δικές μου πρωτοβουλίες κι όχι σε κάποιου άλλου. Κι όλα αυτά ελπίζοντας πως δεν θα την μπερδέψω αρκετά. Που θα την μπερδέψω, δεν γίνεται αλλιώς, διότι είναι αδύνατον να της κρυφτώ. Ίσως όμως έτσι εκείνη μάθει πως οι άνθρωποι προσπαθούν να αλλάξουν (και μπορούν να αλλάξουν μερικές φορές) κι εγώ τολμήσω τελικά να χωθώ σε εκείνη την παρέα με τα μεγάλα πιτσιρίκια που γελάνε συνωμοτικά κι απέναντί τους αισθάνομαι τόσο μα τόσο μόνη.

23 Μαΐου 2013

Η μαμά πονάει

Τι συμβαίνει όταν ένα παιδί χάνει τον δεδομένο του γονιό;

Η νέα της πραγματικότητα θα ξεκινούσε μια μέρα σαν όλες τις άλλες με μια και μόνο ανακοίνωση: «πονάει το πόδι της μαμάς». Η ζωή της όπως την ήξερε θα άλλαζε. Η μαμά δεν θα μπορούσε να τη σηκώσει στην αγκαλιά της, να χορέψει μαζί της, να την πάει στις κούνιες, να την κάνει μπάνιο, να κάτσει στο πάτωμα για να δοκιμάσει τον μυρωδάτο καφέ που φτιάχνει στη ροζ κουζίνα της, να της πιάσει τη μπάμπουσκα από το τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης, να της πει ξαπλωμένη στο χαλί δίπλα στο κρεβάτι της το «νάνι νάνι» για να κοιμηθεί, να παίξει μαζί της κρυφτό, να χοροπηδήξουν… Πονάει το πόδι της. Εκείνη το φιλάει για να περάσει, αλλά διαπιστώνει μετά από λίγο ότι το φιλί της δεν βοήθησε. Τι συμβαίνει; Η μαμά δεν είναι αυτή που ήξερε. Κάθεται θλιμμένη στον καναπέ, μιλάει (πιο πολύ) στο τηλέφωνο, νευριάζει εύκολα και της φωνάζει όταν κάνει φασαρία. Η Γιόννα της ζητάει όλο και πιο συχνά αγκαλιά. Γίνεται και η ίδια νευρική. Υστερα πλησιάζει τον μπαμπά. Εκείνος μπορεί – και αναγκάζεται – να κάνει πιο πολλά πράγματα μαζί της. Εκείνον ζητάει τώρα να γυρίσει απ’ τη δουλειά. «Η μαμά να φύγει».

Εδώ και αρκετά χρόνια αντιμετωπίζω ένα πρόβλημα υγείας. Από εκείνα τα ευτυχώς μη σοβαρά, αλλά δυστυχώς βασανιστικά. Που με αναγκάζει κάθε λίγα χρόνια να περιορίζω σημαντικά την κινητικότητά μου για ένα μεγάλο διάστημα, μέχρι να περάσει η μπόρα, για να επανέλθω σιγά σιγά στις φυσιολογικές μου δραστηριότητες. Από τα εξτρίμ σπορ βέβαια έχω αποσυρθεί και υπό Κ.Σ., αλλά δεν με νοιάζει. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχω κάνει ειρήνη με το πρόβλημα. Κάθε φορά που με θυμάται, εκνευρίζομαι, θυμώνω, στενοχωριέμαι, αγχώνομαι, φοβάμαι και καταλήγω να απελπίζομαι. Οκ, με το πέρασμα των χρόνων έχω μάθει σε έναν βαθμό να ζω μαζί του, αλλά συμφιλιωμένη με την κατάσταση δεν με λες. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, γιατί έχω ένα δίχρονο παιδί. Η στενοχώρια μου τώρα δεν έχει να κάνει με τη δική μου εικόνα, αλλά με το γεγονός ότι της στερώ αυτά που μέχρι τώρα είχε ως δεδομένα. Μαζί με την απώλεια που εγώ βιώνω, υποχρεούται να βιώσει μια απώλεια και κείνη.

Όμως η Γιόννα είναι ένα δίχρονο παιδί. Με τεράστια αποθέματα προσαρμοστικότητας, φαντασίας και καλής διάθεσης κι αυτό είναι κάτι που συνηθίζω να ξεχνάω. Πηγαία μου γελάει πονηρά από τη γωνία του δωματίου. Ανταποκρίνομαι. Με πλησιάζει. Βουτάει επάνω στο κρεβάτι και αγκαλιαζόμαστε. Με χαϊδεύει στο πρόσωπο και όταν τη ρωτάω «ποιο είναι το πιο έξυπνο, όμορφο, καλό και δυνατό κορίτσι», απαντά σαν τον πιο ένθερμο και υποστηρικτικό φίλο «η μαμά». Και η ιστορία επαναλαμβάνεται. Οσες φορές της λέω: «όχι, η Γιόννα είναι», άλλες τόσες εκείνη επιμένει «η μαμά». Και καθώς οι μέρες περνούν με παίρνει από το χέρι και μου δείχνει τρόπους για να διασκεδάζουμε μαζί. Ανακαλύπτουμε νέα παιχνίδια, με εμένα καθιστή και τη Γιόννα δίπλα μου. Κάνουμε το κρεβάτι αυτοκίνητο και πάμε στο σούπερ μάρκετ. Κάνουμε το κρεβάτι παραλία και αράζουμε με γυαλιά ηλίου να λέμε ιστορίες. Διαβάζουμε παραμύθια (όσο αντέχει να κάτσει ακίνητη) και χορεύουμε, εγώ από τη μέση και πάνω, εκείνη ολόκληρη. Βλέπουμε Μίκυ Μάους, ζωγραφίζουμε…

Τελικά η προσαρμοστικότητα είναι και δείγμα εξέλιξης, σκέφτομαι. Εδώ και 22 χρόνια δεν μπόρεσα να συμφιλιωθώ με την περιστασιακή απώλεια της κινητικότητάς μου και η Γιόννα μπορεί σε λίγες μέρες. Ξεπερνάει τα όποια αρνητικά της συναισθήματα, με τη βοήθεια όλων μας, αλλά κυρίως με τη δική της θέληση και είναι δεκτική στο να επαναπροσδιορίσουμε τις αρμοδιότητές μας ως μάνα και κόρη. Είναι βέβαιη πως θα πάει βόλτα με κάποιον άλλο και δέχεται το γεγονός ότι με τη μαμά θα παίζει στο σπίτι, στον καναπέ, στο κρεβάτι, στην πολυθρόνα. Ετσι, σιγά σιγά ξαναβρίσκει το κέφι της. Σιγά σιγά, εντυπωσιασμένη από τα μικρά καθημερινά δίπλα της, το ξαναβρίσκω και ’γω. Και όσα μέχρι πρότινος φάνταζαν δυσκολότερα, αρχίζουν και μοιάζουν ευκολότερα. Γιατί έχω εκείνη να μου δείχνει τον δρόμο.

5 Μαΐου 2013

Πάσχα με τον ιό του Θεού

Μεγάλο Σάββατο απόγευμα, καθισμένη στην πολυθρόνα του δωματίου της μετράω τις ανάσες της. Το σώμα της καίει και ο πυρετός έχει φτάσει 39. Εχω μόλις κλείσει το τηλέφωνο με τον γιατρό, που – εννοείται – είναι διακοπές κι έχω εντοπίσει μία άλλη γιατρό διαθέσιμη να τη δει Κυριακή του Πάσχα σε περίπτωση που κάτι στραβώσει. Πέρασα έναν ολόκληρο χειμώνα με το άγχος μου να χτυπάει 40άρια κάθε φορά που τσιμπούσε κάποια ίωση μιας και η σεζόν ξεκίνησε με μια περιποιημένη βρογχίτιδα, που μας έστειλε στο νοσοκομείο επεισοδιακά: με την Αμεσο Δράση να μας ανοίγει δρόμο, ύστερα από ένα δίωρο στην κίνηση με το παιδί αναίσθητο στην αγκαλιά μου.

Είναι το τρίτο Πάσχα σε mood αγωνίας. Το πρώτο δεν θα το συζητήσω, διότι με ξεπερνάει. Το δεύτερο η Γιόννα χτύπησε το κεφάλι της και τρέχαμε ανήμερα για ακτινογραφίες στο νοσοκομείο, διότι – εννοείται – έκανε εμετό. Και το τρίτο είναι αυτό εδώ. Που ενώ όλα έδειχναν οκ, στο παρά πέντε σκάει επισκέτρια στο σπίτι με δήθεν αλλεργία και μας δίνει τη χαριστική βολή. Ξεχνάμε την όποια εξόρμηση στη φύση, τον όποιο παρεΐστικο καφέ, κοψίδι κου-λου-που και πέφτουμε με τα μούτρα στα θερμόμετρα, τα σιρόπια, τους ορούς και τις αγκαλιές. Μόνοι στο σπίτι οι τρεις μας. Με το καλοκαίρι να μας δείχνει ειρωνικά το αστραφτερό του χαμόγελο, τα βαρελότα να αναγγέλουν πανηγυρικά την έλευση της Ανάστασης και τους φίλους να ποστάρουν στο facebook τα πρώτα τους μπάνια. Κι εκεί που πάω να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο, να εντοπίσω κάποια σκοτεινή δύναμη πίσω από την ενορχήστρωση των ατυχών περιστατικών και να πατήσω γκάζι στο κοίτα-να-δεις- που-πάλι-στο-νοσοκομείο-θα-βρεθούμε άγχος μου, κάτι με σταματάει.

Είναι που μας χαζεύω από την πολυθρόνα του δωματίου της όσο εκείνη κοιμάται και ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει για λίγο. Θα μπορούσε να είναι καθημερινή, σκέφτομαι, και να είμαι στο γραφείο. Θα μπορούσε να είναι σ-κ, αλλά να δουλεύει ο πατέρας της και να είμαστε μόνες. Θα μπορούσαμε να είχαμε πάει εκείνη την εκδρομή που σκεφτόμασταν, αν δεν είχε προκύψει ένα πρόβλημα στη δική μου υγεία, και τώρα να ψηνόταν σε κάποιο δωμάτιο ξενοδοχείου, χωρίς όλο το ετοιμοπόλεμο οικιακό φαρμακείο μας. Θα μπορούσα να περίμενα κόσμο και να έπρεπε να μαγειρέψω, να μην είχα τους γονείς μου στην παραδίπλα γειτονιά πρόθυμους να βοηθήσουν και, για να το πάω ακόμη παραπέρα, θα μπορούσαμε να μην είχαμε γίνει τρεις.

Να πίναμε καφέ ακόμη με κάποια παρέα σε ένα νησί και να γκρινιάζαμε για το αν θα συνεχίσουμε στο μπαρ ή την ταβέρνα. Θα μπορούσε να έλειπε ο βήχας της, επειδή θα έλειπε εκείνη. Να μας γελάει καθώς οι μύξες της κυλάνε στα χείλια της, να ζητάει αγκαλιά μέσα στο παραλήρημα του πυρετού της, να χαμογελάει μέσα στην ταλαιπωρία της, επειδή – επιτέλους – είμαστε όλοι μαζί. «Με τον μπαμπά κι τη μαμά». Και δεν υπάρχει κάτι που να την κάνει πιο ευτυχισμένη. Ολοι μαζί. «Στον καναπέ να δούμε Μίκυ Μάους». «Στο ταπέζι». «Στο μπαλκόνι». «Στο κεβάτι του μπαμπά κι στο κεβάτι της μαμάς (στο ίδιο κοιμόμαστε ακόμη, αλλά εκείνη το βλέπει έτσι)». «Οόχι, μπαμπά, μη γαγαλάς». Και «μαμάα, πού είσαι;», αν τύχει και απομακρυνθώ από το δωμάτιο. Ολοι μαζί. Να τραγουδάμε το Γέο Βαγγέο, τον Κιθα-ίστα, τη Βακούλα. Οι τρεις μας. Χωρίς να μπορεί να ξεμακρύνει κανείς. Διότι οι περιστάσεις το απαιτούν και οι μέρες το επιτρέπουν.

Και κάπως έτσι καταφέρνω να βρω την ψυχραιμία μου, όταν κλαίει από το μπούκωμα και τον πυρετό και της λέω με σχεδόν τρομακτική για τα δεδομένα μου σιγουριά: «πάει τελείωσε, Γιοννάκι μου, η ταλαιπωρία. Τα καταφέρνεις τέλεια. Οι αρρώστιες περνάνε στο τέλος και μετά νιώθουμε καλύτερα. Και θα μπορούμε να πάμε όλοι μαζί στο άλσος. Με τον μπαμπά και τη μαμά. Που είναι πάντα δίπλα σου. Και δεν χρειάζεται να ανησυχείς για τίποτε». Και κάπως έτσι, λέγοντας η ίδια αυτά που θα ήθελα να είχα ακούσει εγώ σαν παιδί, καταλήγω να είμαι οκ που αυτό το Πάσχα μείναμε στο σπίτι, με την αθηναϊκή τσίκνα να εισβάλει από τα ανοιχτά παράθυρα.

25 Απριλίου 2013

Μάθημα σολφέζ

Εγώ και η μουσική δεν ζήσαμε ποτέ σχέση λατρείας, από αυτές που βιώνει κανείς στην εφηβεία και του αφήνουν κουσούρι για μια ζωή. Ζηλεύω όσους το πέρασαν, αλλά εγώ… δεν - για λόγους που δεν είναι του παρόντος. Πλην όμως, όταν ένιωσα το παιδί να κινείται μέσα μου, ο Μότσαρτ-για-μωρά κατασκήνωσε στο κομοδίνο μου και έστησε χορό. Αχώριστος με την κοιλιά μου έγινε. Τις ημέρες των πρόωρων συσπάσεων ο Μότσαρτ εκεί. Αμετακίνητος. Ελπίζαμε να ηρεμήσει την κατάσταση, αλλά η κατάσταση είχε στήσει τον δικό της χορό και τελικά οι δυο τους δεν συντονίστηκαν.

Ο Μότσαρτ – άλλο που τώρα δεν μπορώ να τον ακούω λεπτό– έκανε ξανά την εμφάνισή του πίσω από τη θερμοκοιτίδα της Γιόννας, κοντά σε εκείνη την οπή, απ’ όπου περνά ο σωλήνας του αναπνευστήρα κι όλα τα σχετικά με την επιβίωσή της καλώδια. Για τα λίγα λεπτά που διαρκούσε το επισκεπτήριο και όταν δεν της μιλούσα και δεν μου μιλούσαν και μένα οι γιατροί. Δεν είχαμε διαβάσει ότι η μουσική ωφελεί με κάποιον τρόπο τα πρόωρα. Επειδή όμως την καρδιά μου δεν μπορούσε να την ακούσει – πιθανότατα την άκουγαν όλοι οι υπόλοιποι εκτός θερμοκοιτίδας – ο επόμενος γνώριμος ήχος μετά τη φωνή του μπαμπά και της μαμάς, ήταν οι νότες του Μότσαρτ. Για να νιώσει λοιπόν μια κάποια σύνδεση με εκείνη τη μήτρα που την αμόλησε σε ένα άψυχο κουτί – ναι, μου πέρναγαν κάτι τέτοια απ’ την ψυχή τότε – της τον βάζαμε να βαράει. Καμία αντίδραση.

Στο σπίτι τα ίδια πάλι. Όχι Μότσαρτ αυτή τη φορά. Beatles, νανουρίσματα, παιδικά τραγούδια, το μικρόφωνο στη μαμά και άλλα τέτοια. Αντίδραση; Μία. Την πρώτη φορά που έκλαψε σπαραξικάρδια, και όχι επειδή ήθελε γάλα, τη βούτηξα στην αγκαλιά μου και της τραγούδησα τη βαρκούλα του ψαρά. Ηρέμησε αμέσως. Το βιολί το συνέχισα, όχι επειδή έβλεπα καμιά εντυπωσιακή διάδραση, αλλά επειδή χαλάρωνε εμένα από το στρες που με τσάκιζε. Μιλάμε για πολύ τραγούδι. Μαζί με κουβέντα βέβαια, αλλά πόσα να πεις με ένα νεογέννητο; Τραγούδι σε συνδυασμό με αγκαλιά και χορό στους κολικούς. Τραγούδι για καληνύχτα, τραγούδι για καλημέρα. Τραγούδι, όταν βαριόμουν. Όταν φοβόμουν - κυρίως όταν φοβόμουν. Τραγούδι με εκείνη στο ριλάξ ανέκφραστη. Τραγούδι και πιο μετά. Όταν μεγάλωσε και προτιμούσε να μην κοιμάται τα βράδια, όταν ζαλιζόταν στο αυτοκίνητο, προκειμένου να μην κάνει εμετό, όταν απλώς ήθελα να της τραβήξω την προσοχή. Αυτοσχέδιο τραγούδι την ώρα του φαγητού και των πρώτων θαλάσσιων μπάνιων. Χωρίς σταματημό…

Αποτέλεσμα; Σήμερα η Γιόννα κάνει παραγγελιές. Αν πεις ένα με πιο ψηλή φωνή, σου λέει: «όχι έτσι, κανονικά». Διαλέγεις ένα, θέλει το άλλο. Εκείνο που λέει ο μπαμπάς, το καράβι, τη βαρκούλα, τα έντεκα παιδιά, το ελεφαντάκι, το νάνι-νάνι, τα κάλαντα που λέγαν τα κορίτσια. Με τον πατέρα της ψάχνουμε εβδομάδες τώρα να καταλάβουμε ποιο τραγούδι της λέει που εμπεριέχει τη λέξη «αληθινά», διότι το ζητάει συνέχεια. Φυσικά, υπάρχουν τραγούδια για χορό, ηρεμία, ντεντένι, αυτοθαυμασμό στον καθρέφτη. Τραγούδια στα οποία συμπληρώνει τους στίχους, αν σταματήσεις στη μέση και τραγούδια στα οποία αλλάζει τις καταλήξεις των λέξεων, βάζοντας τα αγαπημένα της υποκοριστικά. «Κούνια μπελούμπα, έσπασε η κουτελούμπα» κ.λπ.

Τελικά, ήρθε κι εκείνη η στιγμή που ένιωσα πόσο σπουδαίο είναι το τραγούδι. Όταν συνειδητοποίησα ότι ίσως αναβαθμίζει το λογισμικό του ανθρώπινου εγκεφάλου. Καθισμένη δίπλα στο κρεβάτι της, της έλεγα το νάνι-νάνι για να κοιμηθεί. Αυτοσχέδιο τραγούδι στο οποίο χρησιμοποιώ κάθε φορά ονόματα και λέξεις που γνωρίζει, για να την πείσω ότι όλοι κάνουν νάνι – ακόμα και οι κάλτσες της – κι ότι είναι ο τελευταίος άνθρωπος στον πλανήτη που έμεινε ξύπνιος, πήγε 11μιση και πρέπει να κοιμηθεί. Εκείνη έχει ξαπλώσει, με κοιτάει νωχελικά αλλά και εξεταστικά, σα να μελετάει τις κουβέντες μου. «Νάνι κάνει η Ολυμπία, νάνι κάνει κι η…» Σταματάω τον στίχο. Μου γελάει πονηρά και απαντά: «Μα-ί-α». Κολλάω προς στιγμή. Καλά, εύκολο είναι αυτό, σκέφτομαι, και συνεχίζω. «Νάνι κάνουν τα χεράκια, νάνι και τα…» «Ποντικάκια» μου απαντάει. Τσιμπιέμαι για να βεβαιωθώ ότι δεν πήρε εμένα ο ύπνος κι ότι η Γιόννα δεν είναι όντως ο τελευταίος άνθρωπος που έμεινε ξύπνιος σ’ αυτό το σπίτι. Μου παίρνει λίγα λεπτά, αλλά το καταλαβαίνω. Η κόρη μου είναι 2 χρονών και κατάλαβε τι σημαίνει ομοιοκαταληξία. Κι επειδή δεν θεωρώ ότι έχω το παιδί-θαύμα, ούτε ότι διαθέτω κάποιο πρότυπο σύστημα παιδαγωγικής μεθόδου – που και να το διέθετα, θα ήμουν κομμάτια για να το εφαρμόσω -, αποφασίζω ότι στο πολύ τραγούδι πρέπει να οφείλεται, τουλάχιστον σε κάποιον σημαντικό βαθμό. Ότι οι λογικές σκέψεις αναπτύσσονται ταχύτερα, όταν συνδυάζονται με την ευχαρίστηση κι ότι υπήρξα τουλάχιστον ανόητη που δεν κόλλησα κάποτε με τη μουσική. Φυσικά, δακρύζω (σας παρακαλώ, δώστε μου feedback ότι με αυτό το post δεν δακρύσατε, αλλά διασκεδάσατε), γιατί τέτοια είμαι, αλλά από απίστευτη χαρά.

Ύστερα, πέφτω πάνω σε αυτό http://health.usnews.com/health-news/news/articles/2013/04/15/lullabies-soothe-preemies-parents-alike – εντάξει έξω ασχολούνται με την προωρότητα - και θυμάμαι ότι και στη δική μας ΜΕΝΝ τα μωρά άκουγαν ραδιόφωνο, τους σταθμούς που επέλεγαν οι μαίες της βάρδιας, αλλά σας πειράζει; Αν η όποια μουσική κάνει πιο χαρούμενους αυτούς που περιποιούνται μικρά παιδιά, τους αποφορτίζει από τα αρνητικά και τους μπολιάζει με θετικά, ας είναι και Στανίση (δεν το εννοώ αυτό έτσι ακριβώς). Και αν η κόρη μου είναι ο ένας και μοναδικός λόγος για να με κάνει να πάρω άλλο δρόμο στη ζωή και να τραγουδάω όλη την ώρα, ας είναι το Μικρό καράβι, ο Μπαρμπα-Μαθιός, το φεγγαράκι το λαμπρό κι ό,τι άλλο θέλει. Ο δρόμος της λογικής περνάει πάντα από το συναίσθημα. Να το πιο ανεκτίμητο μάθημα που μου έμαθε αυτές τις μέρες ο πιο ανεκτίμητος μικρός άνθρωπος του πλανήτη.


13 Απριλίου 2013

To 2 το καλό


Εχω δύο χρόνια να δω μια ταινία. Ψέματα. Μία φορά πήγαμε σινεμά και άλλη μία είδαμε Γούντι Αλεν στο τάμπλετ στο κρεβάτι, ενώ εκείνη κοιμόταν στη γιαγιά της.

Εχω δύο χρόνια να ξενυχτήσω, να χάσω χρόνο άσκοπα, να χαζέψω στις βιτρίνες – ή στο γραφείο – να κάνω οτιδήποτε, χωρίς να έχω στο πίσω μέρος του μυαλού μου τα απαραίτητα συντονιστικά και στο μπροστά το κινητό μου.

Εχω δύο χρόνια που ζω όπως οι περισσότερες για-πρώτη-φορά μαμάδες με ένα μικρό κερασάκι στην τούρτα: την αγωνία μου για το αν η κόρη μου θα καλύψει την προωρότητα. Στα 2, λένε, παύεις να αναφέρεις τη διορθωμένη ηλικία, δηλαδή το ότι αν η Γιόννα γεννιόταν κανονικά δεν θα είχε τώρα γενέθλια, αλλά σε 2 μήνες. Λένε επίσης ότι σιγά σιγά ξεχνάς όλα τα άσχημα και βλέπεις το παιδί σου να μεγαλώνει και να σε γεμίζει χαρά. Ισχύει. Αλλά όχι απολύτως.

Δεν έχω ξεχάσει τα άσχημα και δεν μπορώ. Και καθώς εκείνη μεγαλώνει και με γεμίζει χαρά, καλύπτοντας όπως φαίνεται την προωρότητα, κάνω ένα διάλειμμα για να απολαύσω ένα από εκείνα που μου θυμίζουν ότι υπάρχω όπως πριν, το γράψιμο.

Είναι άραγε εγωιστικό στα γενέθλια του παιδιού σου να κάνεις δώρο στον εαυτό σου; Είναι εγωιστικό να εκθέτεις το παιδί σου, για να μοιραστείς τις εμπειρίες σου; Μπορεί. Δεν μπορώ όμως εγώ. Ούτε να τις κρατάω μέσα μου. Ούτε να προσποιούμαι ότι τις ξέχασα.

Και σκέφτομαι ότι αυτά τα δύο χρόνια που η μικρή μου τα κατάφερε, κάποιο ρόλο θα έπαιξα κι εγώ και ίσως κάποιο δώρο αξίζω, σαφώς πιο μικρό απ’ όλα τα υπέροχα που μου χαρίζει εκείνη.

Και αφού η τούρτα-αυτοκίνητο-της-Μίνι είναι στο κουτί της, τα καινούργια ανοιξιάτικα παπούτσια στα πόδια της και οι προετοιμασίες για τα γενέθλια στα οποία μπορεί και να σβήσει για πρώτη φορά κεράκια, στην τελική ευθεία, μου παραδίδω το δώρο μου: ένα blog για μένα και για κείνη με όλη μου την αγάπη για κείνη και για μένα. Χρόνια μας πολλά.

5 Απριλίου 2013

Ενώ εσύ κοιμόσουν

Ερχόμουν και σε κοίταζα στο διάφανο κουτάκι σου. Άνοιγα το στρογγυλό πορτάκι και σου έπιανα το πόδι. Σου έλεγα να βάλεις τα δυνατά σου και σου έταζα βόλτες, χορούς, παγωτά, όμορφα ρούχα, ζεστό και άνετο κρεβάτι, ωραίο δωμάτιο και λαχταριστά παιχνίδια. Μου έλεγαν ότι κοιμόσουν τόσο πολύ γιατί ήσουν ταλαιπωρημένη και αργότερα, όταν κάπως είχες συνέλθει, ότι απλώς ήσουν ένα ήσυχο μωρό και θα έπρεπε να χαίρομαι. Τις 50 μέρες που ήσουν στη μονάδα, δεν άνοιξες τα μάτια σου στο επισκεπτήριο παρά μόνο μία φορά, ούτε έκλαψες, ούτε κούναγες πόδια και χέρια όπως τα διπλανά μωρά.

Στην κούνια σου, καθόμουν από πάνω σου να μετράω τις αναπνοές σου, να προσέχω μην κάνεις εμετό, να σε θαυμάζω που τα κατάφερες και ήρθες σπίτι. Ξύπναγες σαν κουρδισμένη κάθε τρεις ώρες και έσκουζες για γάλα. Όταν έπινες, κοιμόσουν ξανά.

Όταν τα αδύνατα πόδια και χέρια σου άρχισαν να γεμίζουν με κρέας– σου πήρε το πολύ 50 μέρες – αποφάσισες να μην ξυπνάς. Πλάκωσαν και οι ζέστες και έπεσες σε θερινή νάρκη. Έπλενα και αποστείρωνα τα μπιμπερό σου, έτρωγα όσο πιο πολύ μπορούσα, έκανα κανένα μπάνιο και πάλι γύριζα πάνω από την κούνια σου. Αναρωτιόμουν γιατί κοιμάσαι τόσο πολύ, αλλά πολύ αργότερα έμαθα ότι ως πρόωρη είχες ανάγκη από ύπνο. Σε ξυπνούσα για τα φάρμακα και για να συμπληρώνεις τα πέντε γεύματα. Από μόνη σου ξυπνούσες μόνο 2-3 ώρες το απόγευμα. Σε έβαζα στο ριλάξ, σου έβαζα τραγούδια και χόρευα δίπλα σου για να τραβήξω την προσοχή σου. Αδιαφορούσες.

Σαν μωρό κοιμόσουν πολύ και κοιμόσουν ήσυχα, όμως εγώ δεν το απόλαυσα – και δεν φταις εσύ γι’ αυτό. Αγωνιούσα για το αν είναι φυσιολογικό να μην θες να ξυπνήσεις. Ηθελα να σε γνωρίσω, να με κοιτάξεις, να περιεργαστείς το περιβάλλον σου. Αλλά κυρίως είχα συνδέσει στο μυαλό μου τον ύπνο σου με τις εφιαλτικές μέρες στην εντατική και τον θεωρούσα κάτι αρρωστημένο. Εύχομαι να κοιμόσουν αρκετά βαριά και να μην πήρες χαμπάρι τις ανησυχίες μου.

Τώρα πια, που κοιμάσαι αργά το βράδι και συχνά ξυπνάς μέσα στη νύχτα για να ζητήσεις αγκαλιά, είμαι απλώς κουρασμένη. Ξέρω πολύ καλά πια τι να κάνω όταν κοιμάσαι. Αλλά κυρίως επειδή έμαθα να έχω εμπιστοσύνη στο βιολογικό σου ρολόι, στο μαγικό αυτό σώμα σου, που ενώ δεν ήξερε ποια είναι η μάνα του, γνώριζε να ικανοποιεί τις ανάγκες του και να παίρνει αυτό που χρειάζεται από τη ζωή. Ο ύπνος σου ήταν και είναι ένα τεράστιο μάθημα για μένα κι αν δεν τον ευχαριστήθηκα τότε σε διαβεβαιώ πως παίρνω το αίμα μου πίσω. Γιατί μαζί σου άρχισα να ακούω κι εγώ το σώμα μου.

29 Μαρτίου 2013

Μαμά και κόρη

Μου μοιάζει; Καθόλου. Μου αρέσει το ροζ; Μπα. Η Ραπουνζέλ; Ούτε. Οι μπούκλες, τα στρας, η Hello Kitty; Όχι. Κατηγορηματικά όχι. Όμως μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια έχω βρεθεί να λατρεύω τα κορίτσια – και τα κοριτσίστικα σαχλά - και δεν μπορώ να με φανταστώ σαν κάτι άλλο εκτός από μητέρα ενός τέτοιου. Υπάρχουν γυναίκες που θέλουν κόρη – είναι συνήθως αυτές που έχουν γιους. Υπάρχουν και άλλες που δεν τις νοιάζει. Σε αυτές ανήκα. Όχι όμως πια. Τώρα ανήκω σε αυτές που έχουν κόρη και θέλουν κόρη. Και κινδυνεύω να με περάσουν για τρελή, αν όχι για τίποτε άλλο. Στον δρόμο κοιτάζω νέες κοπέλες εξεταστικά. Ειδικεύομαι στις μελαχρινές με τα σπαστά μαλλιά, ψηλές κατά προτίμηση και ενίοτε χυμώδεις. Ψάχνω να βρω πώς θα μοιάζει η κόρη μου, όταν μεγαλώσει. Με έχει πιάσει εμμονή. Μου αρέσει να τη φαντάζομαι στο άνθος της ηλικίας της, στην τελική της μορφή, στο peak των δυνατοτήτων της, αλλά και πάλι, κοντοστέκομαι. Φοβάμαι μήπως την περιορίζω.

Το ιδανικό κορίτσι έχει το όνομά της – αυτό που της διάλεξα εγώ. Της αρέσει να τρώει ψωμί και τυρί, να μιλάει, να χορεύει, να περιεργάζεται τα πάντα, να μεταφέρει έπιπλα, να ανεβαίνει στα τραπέζια, να κάνει βόλτες και κούνια και να πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ με τη μαμά και τον μπαμπά. Της αρέσουν οι εικόνες, τα περιοδικά, το καρότσι του μωρού της και το μωρό της, τα τραγούδια, οι φίλοι της, οι φίλοι μου, οι άγνωστοι, η γιαγιά και ο παππούς. Αδιαφορεί για τα ρούχα, αλλά όχι για τα παπούτσια. Φοράει τα δικά μας, αλλά δεν θέλει να φοράει παντόφλες και κάλτσες. Θέλει τα παιχνίδια του κόσμου όλου, αλλά δίνει και τα δικά της. Δεν κλαίει χωρίς λόγο και δεν τσιρίζει ποτέ. Ζητάει να κοιμηθεί το μεσημέρι, αλλά δεν πάει για ύπνο με τίποτε το βράδυ. Ξέρει να παλεύει με τα θεριά και να τα νικάει όσο οι άλλοι δίπλα της καταρρέουν. Μου υπενθυμίζει ότι με χρειάζεται, αλλά ότι μπορεί και χωρίς εμένα. Δεν τη νοιάζει αν γεννήθηκε από μένα – εμένα πάλι όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Και είναι από μόνη της όσα δεν προσπάθησα ποτέ να την κάνω.

Η κόρη μου είναι η αγάπη μου για όσα είναι. Και γίνεται με αυτόν τον τρόπο όσα θα ήθελα να είμαι. Παγίδα, το ξέρω. Διότι μου δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι μέσα από αυτή θα έχω την ευκαιρία να χτίσω την ιδανική γυναίκα και να ξαναζήσω μια δεύτερη ζωή. Οσο προβληματικό όμως μπορεί να γίνει το ντουέτο μάνας-κόρης, άλλο τόσο υπέροχο είναι. Τουλάχιστον σε αυτή την ηλικία, των wonderful terrible 2. Βουτάω λοιπόν στην ιδανική εκδοχή του. Με τις αγκαλιές τις απόλυτες, τα σώματα που κολλούν αθώα, αλλά αφοσιωμένα και τα απαλά φιλιά, το μάγουλο στο μάγουλο και τον ανεξάντλητο θαυμασμό. Εκείνον που μπορεί να τρέφει μία γυναίκα προς μία άλλη, η οποία τώρα φτιάχνεται.

19 Μαρτίου 2013

Κύλησε ο αφαλός και βρήκε το καπάκι

«Ο αφαλός της μαμάς δεν έχει καπάκι» μου λέει καθώς ψαχουλεύει την κοιλιά μου. Βλέπεις, ο δικός της… έχει και της φαίνεται περίεργο. Είναι από εκείνες τις μαγικές στιγμές που ο νους των παιδιών κάνει βόλτες στις λέξεις, τις σκέψεις και τον κόσμο γύρω τους και αυτά που προκύπτουν είναι πάντα τόσο ιδιαίτερα που γεμίζουν με φως τη ζωή σου. Ξύπνησα άσχημα σήμερα. Η διαπίστωσή της όμως αυτή μου άλλαξε τη διάθεση και τώρα ακούγεται σαν μελωδικό στιχάκι στα αφτιά μου. Ο αφαλός μου δεν έχει καπάκι. Κάνει λακουβίτσα, δεν είναι πεταχτός σαν κι εκείνης. Δεν θα μπορούσα ποτέ να το διατυπώσω κατ’ αυτόν τον τρόπο και δεν ξέρω αν κανένας άλλος άνθρωπος θα μπορούσε. Η κόρη μου, έναν μήνα προτού κλείσει τα 2, αρχίζει και γίνεται μοναδική. Κι εγώ αρχίζω να την αγαπάω όσο μοναδικά της αξίζει.

Και δυστυχώς, όχι, παλιότερα δεν μπορούσα να την αγαπήσω έτσι. Όχι μόνο, διότι είναι δύσκολο να δεθείς με ένα πλάσμα που ναι μεν είναι άνθρωπος, αλλά δεν συμπεριφέρεται ως τέτοιος – πράγμα που αντιμετωπίζουν όλοι οι γονείς αλλά το προσπερνάνε με τη δύναμη του αρχέγονου ενστίκτου το οποίο τους κρατάει δεμένους με τα μωρά τους. Αλλά και επειδή ως μητέρα πρόωρου μωρού έπρεπε να κάνω περισσότερη υπομονή για να δω τα ο παιδί μου να αντιδρά όπως τα συνομήλικά του. «Αν δεν πάει 2μιση χρονών, να την δεις να εκτελεί εντολές, δεν θα ησυχάσεις», μου είχε πει ο παιδίατρος από τους πρώτους μήνες που η αγωνία μου για την ομαλή ανάπτυξή της έφτανε στα όρια της παράνοιας. «Είναι λίγο πίσω στην ομιλία, αλλά αυτό βέβαια δεν λέει τίποτε» μου είχε πει μια άλλη – ειδική αυτή – γιατρός. Και φυσικά δεν έλεγε τίποτε, αλλά όχι τότε. Πιο μετά, όταν πράγματι άρχισε να μιλάει.

Λένε ότι τα πρόωρα παιδιά κάνουν κάποια στιγμή ένα άλμα και καλύπτουν τη διαφορά τους με τα τελειόμηνα. Είτε πρόκειται για το βάρος και το ύψος τους, είτε πρόκειται για τις κινητικές τους δεξιότητες, είτε για την ομιλία, τη συμπεριφορά, τη συναισθηματική ωρίμανση. Η δική μου, αν εξαιρέσεις το βάρος που «έπιασε» μέσα στις πρώτες 40 μέρες, πίνοντας μανιωδώς γάλα, δεν είχε κάνει κανένα τέτοιο άλμα. Η εξέλιξή της έμοιαζε αντιστρόφως ανάλογη της αγωνίας μου. Μόνο όταν έφτασε στην ηλικία των 16 μηνών (14 διορθωμένη που λέμε στη γλώσσα των πρόωρων) και έκανε τα πρώτα της βήματα, έμελλε να μας ξαφνιάσει. Τις πρώτες της λέξεις τις είπε με τα σωστά άρθρα: ο μπαμπάς, η μαμά. Και γρήγορα πέρασε στις τρισύλλαβες, στις τετρασύλλαβες, όλες με σωστά άρθρα, ελάχιστες στην μπεμπεκίστικη αργκό, και στις μικρές προτάσεις. Τώρα που το σκέφτομαι, η Γιόννα μίλησε μέσα σε 15 μέρες από τότε που περπάτησε. Και απέδειξε ότι όλο αυτό το διάστημα που έμοιαζε αφηρημένη, ρούφαγε το λεξιλόγιο των γύρω της και περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Τα πρώτα βήματα της κόρης μου λοιπόν συνέπεσαν με τα πρώτα της άλματα. Από τότε συνεχίζει να κάνει λογικά και συναισθηματικά άλματα, δίνοντάς μου να καταλάβω πώς κάθε παιδί είναι μοναδικό, και κάνοντάς με - με τον πιο όμορφο και έξυπνο τρόπο που θα μπορούσα να σκεφτώ - να αμφιβάλλω για μένα που αμφέβαλλα για εκείνη.

4 Μαρτίου 2013

Για τη Δήμητρα*

 «Δεν είμαι καλά» μου λέει από το τηλέφωνο. «Εχω πολλές συσπάσεις, ο γιατρός αγχώθηκε, είμαι ξάπλα, ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω τι έκανα λάθος, ξέρω πως με καταλαβαίνεις». Τα μάτια μου φουσκώνουν – όχι ότι ξέχασα ποτέ το παραμικρό από την πορεία προς τις 31 εβδομάδες και 3 ημέρες. Απλώς τα όσα ακολούθησαν την έβαλαν στην άκρη. Η φωνή της με έστειλε πάλι εκεί, σε ένα κρεβάτι, με μια κοιλιά να βροντάει και ένα κινητό να χτυπάει εκνευριστικά πότε για το επόμενο φάρμακο – ένεση - μέτρηση ζαχάρου - whatever και πότε από κάποια φίλη που ρωτούσε επίμονα πώς ήμουν.

Γι’ αυτό μάλλον δεν ξέρω τι να της πω. Πώς να μην την τρομάξω, ενώ έχω τρομοκρατηθεί, πώς να την καθησυχάσω, ενώ είμαι ακόμη ταραγμένη. Ξυπνάω μέσα στη νύχτα και ζω πάλι την εποχή που το 27, το 28, το 29 ήταν νούμερα με τεράστια σημασία, που οι εβδομάδες περνούσαν βασανιστικά αργά, αλλά όταν περνούσαν ήταν λόγος να πανηγυρίσω, που η τηλεόραση είχε γίνει ο αποδέκτης ενός βλέμματος απλανούς κι ενός νου που ζητούσε να παραμείνει άδειος. Θυμάμαι κάθε σελίδα της Μάρως Δούκα που με συντρόφευε στις ατέλειωτες ώρες μου στον καρδιοτοκογράφο. Θυμάμαι ότι δεν πρόλαβα να αρχίσω το επόμενο βιβλίο. Σαν τέλεια συντονισμένη με το τέλος της «Αρχαίας σκουριάς», η κόρη μου αποφάσισε να κάνει την αρχή της στον έξω κόσμο, μόλις το έκλεισα. Και το πρώτο κεφάλαιο που θα έγραφε η ίδια στη ζωή μου θα ήταν το δυσκολότερο, το πιο τραυματικό.

Όμως τώρα, σχεδόν δύο χρόνια μετά, και ενώ πασχίζω να κλείσω κεφάλαια και τραύματα με ό,τι μου βρίσκεται, θέλω να βρω τη δύναμη να σταθώ σε μια άλλη γυναίκα. Η εμπειρία μου μπορεί να της είναι χρήσιμη, αν δεν τη φορτώσω με τα δικά μου βάρη. Της στέλνω ευχές και μηνύματα στο κινητό που μου έδωσε – ευτυχώς το δικό της το έχει «ξεχάσει» στο σπίτι – την αφήνω να μου τηλεφωνήσει όποτε εκείνη θέλει και την εμψυχώνω – ή τουλάχιστον έτσι νομίζω – με αισιόδοξες προβλέψεις. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να την βγάλω από την σκέψη μου. Εύχομαι να μπορέσει να ξεπεράσει  το «γιατί σε μένα;» και να κρατήσει τον γιο της όσο χρειάζεται στην κοιλιά της και όπως θέλει στην αγκαλιά της.

* Το όνομα είναι ψεύτικο